Toυ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΥ
Είκοσι τρία χρόνια σχεδόν μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η καχυποψία εξακολουθεί να σκιάζει τις σχέσεις Ουάσιγκτον-Μόσχας με αποσταθεροποιητικές παρενέργειες σε παγκόσμια κλίμακα.
Το πιό πρόσφατο χαρακτηριστικό...
παράδειγμα είναι η αιματηρή εσωτερική σύγκρουση στη Συρία, όπου η πολιτική των ΗΠΑ προσλαμβάνεται από τη ρωσική διπλωματία ως προσπάθεια έξωσης της μόνιμης παρουσίας του ρωσικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Για όσους επιμένουν να μην κατανοούν την ρωσική ευαισθησία, η αποστολή δύο πολεμικών πλοίων στο συριακό λιμάνι Ταρτούς είναι εκ των πραγμάτων στήριξη στον πολιορκούμενο Ασαντ, αλλά πάνω από όλα υπενθύμιση, ότι η Μόσχα δεν θα συνεργασθεί σε οποιαδήποτε μορφή ομαλής μετάβασης-συμβιβαστικής λύσης, αν δεν διασφαλισθούν τα ζωτικά της συμφέροντα.
Η κρίση στη Δαμασκό ξύπνησε όλα τα φοβικά σύνδρομα της μετακομμουνιστικής Ρωσίας, σε μια στιγμή που η χώρα έμοιαζε να έχει ντε φάκτο κατοχυρώσει ως αποκλειστική ζώνη επιρροής το σύνολο των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ, με εξαίρεση την απομονωμένη και ακρωτηριασμένη εδαφικά Γεωργία, που την περιμένει να πέσει σαν ώριμο φρούτο.
Στους χειρισμούς των ΗΠΑ και της Τουρκίας απέναντι στη Συρία η Μόσχα βλέπει να αναβιώνει το κλίμα του δόγματος Τρούμαν, του 1947, όταν προτεραιότητα της Ουάσιγκτον ήταν να εμποδισθεί η πρόσβαση των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στη Μεσόγειο, με πρόσφατη τραυματική μνήμη τις προσπάθειες της αμερικανικής πλευράς να εντάξουν το Κίεβο και την Τιφλίδα στο ΝΑΤΟ.
Τι μένει λοιπόν στην ρωσική διπλωματία παρά η τακτική της παρενόχλησης σε όλα τα δυνατά πεδία και επίπεδα μέχρι να πεισθεί η Ουάσιγκτον - προφανώς μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου και ενδεχόμενη νίκη του Ομπάμα - σε μια συνολική διαπραγμάτευση:
Καμιά ουσιαστική συνεργασία στην κατεύθυνση νομιμοποίησης από τον ΟΗΕ ενεργειών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πλήγματα κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν.
Καμιά νομιμοποίηση διεθνούς παρέμβασης στην Συρία και ακόμη σθεναρή εναντίωση σε ενδεχόμενη απειλή μονομερούς τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης. Η πείρα της Λιβύης, όπου η Μόσχα με την αποχή της άναψε το «πράσινο φως» στην επέμβαση του ΝΑΤΟ, επιβάλλει ρητές προκαταβολικές δεσμεύσεις για την προάσπιση των ζωτικών συμφερόντων της ρωσικής διπλωματίας.
Ευμενής ουδετερότητα έως πολιτική στήριξη στο Βερολίνο στη σύγκρουσή του με τις ΗΠΑ για τη διαχείριση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ας θυμηθούμε, ότι στην πρόσφατη επίσκεψή του στο Βερολίνο ο Β. Πούτιν υπήρξε πιο Γερμανός από τους Γερμανούς, λέγοντας ότι το ευρω-ομόλογο θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος της χώρας και τους φορολογουμένους της.
Από τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Κορέα, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, την ενεργειακή ασφάλεια της Δύσης, τις ισορροπίες μεταξύ ΗΠΑ-Γερμανίας, τον έλεγχο της διασποράς των πυρηνικών όπλων, την αποτροπή μετατροπής του Αφγανιστάν σε βάση ισλαμικής τρομοκρατίας, η Μόσχα είναι υποχρεωτικός συνομιλητής-εταίρος με την Ουάσιγκτον.
Δυστυχώς, σε κάποιους κύκλους των ΗΠΑ υπάρχει η ψευδαίσθηση, ότι μπορούν να αντιμετωπίζουν τον Πούτιν όπως στο παρελθόν τον Γέλτσιν, προφανώς κάνοντας λάθος ιστορικές αναφορές και παραλληλισμούς: Αν η Ρωσία του Γέλτσιν παρέπεμπε στην ηττημένη χώρα μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1853-56, η Ρωσία του Πούτιν παραπέμπει στην Αγία Πετρούπολη στα τέλη του 19ου- αρχές 20ού αιώνα, που όχι μόνο είχε βγει από την απομόνωση, αλλά ήταν στο επίκεντρο των ισορροπιών της Γηραιάς Ηπείρου.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
ΠΗΓΗ: radar-gr