26 Ιουλ 2012

Στη δίνη της κρίσης


Όπως φαίνεται, ο άνθρωπος μαθαίνει ελάχιστα από την ιστορία του, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνει τα ίδια καταστροφικά λάθη. Σύμφωνα, λοιπόν, με έναν πολύ γνωστό Ολλανδό ιστορικό, η προσπάθεια της ΕΕ να δημιουργήσει ένα Ευρωπαϊκό Ράιχ, θα οδηγήσει ξανά στον επόμενο, μεγάλο πόλεμο.

 

Σχετικά πρόσφατα, ο γνωστότερος Ολλανδός ιστορικός, δημοσίευσε μία μελέτη του, σε μία μεγάλη οικονομική εφημερίδα της χώρας του, η οποία έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση διεθνώς - με εξαίρεση ίσως την Ελλάδα. Σύμφωνα με αυτήν, οι προσπάθειες διάσωσης του ευρώ, καθώς επίσης η συνεχώς μεγαλύτερη «μετατόπιση» της εθνικής κυριαρχίας των κρατών της Ευρωζώνης στις Βρυξέλες, με στόχο την εξασφάλιση της ειρήνης, θα οδηγήσουν στο ακριβώς αντίθετο: στον πόλεμο.
Ο Ολλανδός μας ενημερώνει με τη μελέτη του, πως τόσο ο φασισμός, όσο και ο ναζισμός, επεδίωκαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ο Μουσολίνι είχε ισχυρισθεί το 1933, ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν ηγετικό ρόλο στον πλανήτη, μόνο εάν ενωνόταν – μία άποψη, με την οποία πολύ δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς.
Αντίστοιχα ο Γκέμπελ είχε ισχυρισθεί στις 11. Σεπτεμβρίου του 1940, πως ήταν απολύτως πεπεισμένος ότι, «οι πολίτες της Ευρώπης δεν θα σκέφτονταν πενήντα χρόνια αργότερα με εθνικούς όρους«.
Πάντοτε, κατά τον ιστορικό, ο στόχος της ένωσης της Ευρώπης ήταν ανέκαθεν και συνεχίζει να είναι φασιστικός-ναζιστικός. Τέλος ισχυρίζεται, ότι, όποιος προσπάθησε να ενώσει την  Ευρώπη προκάλεσε πόλεμο – γεγονός που προβλέπεται και σήμερα.
 

Ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς του Ολλανδού, οι οποίοι είναι εξαιρετικά απαισιόδοξοι, ενώ ίσως εξυπηρετούν σκοπιμότητες, δεν θα ήταν λάθος να είμαστε δύσπιστοι σε σχέση με όλα όσα συμβαίνουν - πόσο μάλλον όταν η Ελλάδα έχει τοποθετηθεί από την αρχή στο μάτι του κυκλώνα.
Ακολουθούν ορισμένα κείμενα, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, τα οποία ουσιαστικά σχολιάζουν την επικαιρότητα - όπως αυτή εξελίσσεται καθημερινά:
 

Η ιστορία επαναλαμβάνεται – δυστυχώς.
 

Ανεξάρτητα από τα βαθύτερα αίτια της κρίσης της Ευρωζώνης, πολύ φοβόμαστε ότι, η Ελλάδα οδηγείται στα ίχνη της Αργεντινής – αφού οι ομοιότητες με εκείνη την εποχή είναι κάτι παραπάνω από μεγάλες.
Ειδικότερα, τον Αύγουστο του 2001 η Αργεντινή απευθύνθηκε για μία ακόμη φορά στο ΔΝΤ, ζητώντας ένα καινούργιο δάνειο – με στόχο να αποφύγει τη χρεοκοπία. Η κυβέρνησή της ήταν πρόθυμη να αποδεχθεί ακόμη πιο πολλές παραχωρήσεις, αναλαμβάνοντας νέες υποχρεώσεις – παρά το ότι γνώριζε, ότι υποσχόταν συνεχώς πολύ περισσότερα, από όσα μπορούσε να επιτύχει. Η χώρα δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει από την έντονη ύφεση, ούτε να ανακτήσει τη χαμένη ανταγωνιστικότητά της, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς η σχέση του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ της.
Οι πιστωτές της Αργεντινής, υπό την «αιγίδα» του ΔΝΤ, κατηγορούσαν την κυβέρνησή της για επαναλαμβανόμενες πολιτικές καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μέτρων, που είχαν συμφωνηθεί. Αντίθετα, η πολιτική ηγεσία της χώρας ισχυριζόταν ότι η λιτότητα, την οποία είχαν επιβάλλει οι δανειστές, οδηγούσε στην καταστροφή – αντί να της εξασφαλίσει εκείνη τη χρηματοδότηση, η οποία θα ήταν απαραίτητη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία της, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και να επανέλθει η ανάπτυξη.
Δυστυχώς, κανένα από τα δύο μέτωπα δεν κατανοούσε το αυτονόητο: το ότι δηλαδή τα μέσα που είχε η χώρα στη διάθεση της ήταν ελάχιστα, για να μπορέσει να καταπολεμήσει με επιτυχία τη διπλή κρίση δημοσίου χρέους και ύφεσης της οικονομίας της.
 

Με την πάροδο του χρόνου και κάτω από το βάρος των συνεχών περικοπών στα εισοδήματά τους, οι Πολίτες της Αργεντινής αντιμετώπιζαν πλέον τόσο την κυβέρνηση τους, όσο και τους δανειστές, με τον ίδιο τρόπο. Έχασαν πλέον την εμπιστοσύνη τους και στους δύο, αφού έβλεπαν, ότι, παρά τις συνεχείς παραχωρήσεις εκ μέρους τους, οι οποίες είχαν οδηγήσει σε ραγδαία πτώση τα εισοδήματά τους, τόσο οι οικονομικοί δείκτες, όσο και οι μελλοντικές προοπτικές συνέχιζαν να επιδεινώνονται.
Παράλληλα, οι γειτονικές χώρες, ιδίως αυτές που συμμετείχαν στην οικονομική και πολιτική ζώνη Mercosur μαζί με την Αργεντινή, άρχισαν να φοβούνται τη «μετάσταση» της κρίσης στα δικά τους κράτη. Με στόχο λοιπόν να αποφύγουν τη δική τους στοχοποίηση εκ μέρους των αγορών, πίεζαν την Αργεντινή να τα καταφέρει – λαμβάνοντας ταυτόχρονα τα μέτρα τους και απομονώνοντας την, για την περίπτωση που θα αποτύγχανε. Φυσικά η στάση τους αυτή επιδείνωνε ακόμη περισσότερο τα προβλήματα της Αργεντινής.
Αφού λοιπόν το Κοινοβούλιο της χώρας είχε ψηφίσει ένα νέο πακέτο μέτρων λιτότητας, το ΔΝΤ ενέκρινε μία ακόμη δόση. Ήταν όμως πολύ αργά πια για να ανακτηθεί η χαμένη εμπιστοσύνη – με αποτέλεσμα να μειώνονται συνεχώς οι καταθέσεις στις τράπεζες, καθώς επίσης να εντείνεται η φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Φυσικά η κυβέρνηση δεν κατάφερε ούτε αυτή τη φορά να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει – ενώ οι πολιτικές (λαϊκές) πιέσεις αυξάνονταν, έως το σημείο χωρίς επιστροφή.
 

Το Δεκέμβριο του 2001 η Αργεντινή ανακοίνωσε, ότι αδυνατούσε να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της, έκλεισε για κάποιο διάστημα τις τράπεζές της και βίωσε την μητέρα όλων των κρίσεων – την ολοκληρωτική κατάρρευση του οικονομικού της συστήματος. Η χώρα υποχρεώθηκε σε μία άτακτη χρεοκοπία, καθώς επίσης σε μία χαοτική, απρογραμμάτιστη μετάβαση σε ένα νέο νόμισμα – με διασυνοριακούς ελέγχους κεφαλαίων, με καταστροφικές υποτιμήσεις κλπ.
 

Ολοκληρώνοντας, εάν συγκρίνει κανείς τα παραπάνω με την Ελλάδα στη θέση της Αργεντινής και την Ευρωζώνη στη θέση της Mercosur, θα οδηγηθεί σε δυσοίωνα συμπεράσματα. Παρά το ότι η Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, ενώ η Ευρωζώνη μία πολύ ισχυρότερη ένωση, οι ομοιότητες παραμένουν αρκετά μεγάλες – πόσο μάλλον, όταν πολλές χώρες  της Ευρωζώνης φαίνεται να αντιμετωπίζουν αντίστοιχα μεγάλα προβλήματα, ενώ το ευρώ είναι στο στόχο τόσο των αγορών, όσο και των Η.Π.Α.
 

Η εξέλιξη του πολέμου
 

Η πυρκαγιά στην Ευρώπη, σαν αποτέλεσμα των συνεχών εμπρηστικών επιθέσεων των Η.Π.Α. (με τη βοήθεια των εταιρειών αξιολόγησης, των hedge funds, των διεθνών οικονομολόγων κλπ.), με πρόσφατη την αρνητική αναθεώρηση των προοπτικών της Γερμανίας, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου από την Moody’s, έχει επεκταθεί από την περιφέρεια στον πυρήνα της.
Δυστυχώς, η Γερμανία χρησιμοποιεί κηροζίνη για να τη σβήσει – το μεγαλύτερο μέρος της οποίας κατευθύνεται στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να αναζωπυρώνονται διαρκώς οι συνεχώς αυξανόμενες εστίες πυρκαγιάς στην πατρίδα μας.
Εν τούτοις, είναι αδύνατον να μη γνωρίζει η Γερμανία, ότι, τουλάχιστον για εκείνο το χρονικό διάστημα, εντός του οποίου το τείχος προστασίας της Ευρωζώνης από την πυρκαγιά, από τις αγορές δηλαδή, δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί, δεν υφίσταται η «πολυτέλεια» να εγκαταλειφθεί η Ελλάδα – γεγονός που σημαίνει, μεταξύ άλλων, πως οι πρόσφατες απειλές της Τρόικας είναι βραχυπρόθεσμα κενές περιεχομένου, οπότε η επόμενη δόση δεν κινδυνεύει.
 

Απλούστερα, δεν μπορεί η ΕΚΤ να αναγκάσει τη χώρα μας να χρεοκοπήσει και να εξέλθει εθελούσια, σταματώντας εντελώς τη χρηματοδότηση της, εάν προηγουμένως δεν έχει εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα της ζώνης του Ευρώ – κάτι που, όμως, θα μπορούσε να συμβεί μετά από έξι μήνες, στις αρχές του 2013 λοιπόν, όπου λογικά τοποθετείται η ενδεχόμενη επιστροφή στη δραχμή (πιθανόν με την ανοχή, εάν όχι με τη συνενοχή, της παρούσας διακυβέρνησης).
 

Κάτι τέτοιο προϋποθέτει βέβαια τη διάσωση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αφού διαφορετικά θα δημιουργούταν τεράστια προβλήματα στην Α. Ευρώπη, στην οποία ευτυχώς οι τράπεζές μας έχουν σημαντική παρουσία – με κίνδυνο να επεκταθεί το πρόβλημα στην Αυστρία (η έκθεση των τραπεζών της στην Α. Ευρώπη υπολογίζεται στο 100% του ΑΕΠ της) και από εκεί στον πυρήνα της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία).
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία φαίνεται ότι θα κάνει ότι μπορεί, για να αποβάλλει την Ελλάδα από την Ευρωζώνη - αφενός μεν επειδή τη θεωρεί εντελώς απείθαρχη και μη «υποδουλώσιμη», αφετέρου λόγω του ότι τη χρησιμοποιεί ανέκαθεν, ως το ιδανικό υποψήφιο θύμα για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης.
 

Στα πλαίσια αυτά είναι απολύτως ικανή να επηρεάσει την κοινή γνώμη της πατρίδας μας, ενισχύοντας τις ανάλογες τάσεις εντός της, να χρηματοδοτήσει μυστικά οικονομικές αναλύσεις περί της δήθεν ωφέλειας της Ελλάδας από την επιστροφή της στη δραχμή, να επιβάλλει ανάλογη στάση σε ορισμένα ΜΜΕ κοκ. – αφού η Ελλάδα θα έπρεπε μόνη της να αποφασίσει τη σταύρωσή της.
 

Το τείχος προστασίας που προσπαθεί να κατασκευάσει η Ευρωζώνη, το οποίο καθυστερεί επικίνδυνα από την αναποφασιστικότητα, το δογματισμό, τις συνεχείς παλινδρομήσεις και τις «ύποπτες» υπαναχωρήσεις της καγκελαρίου, (ενδεχομένως να σκοπεύει στο αντίθετο, στη βίαιη ένωση δηλαδή της Ευρώπης, υπό την ηγεσία της Γερμανίας), αντιμετωπίζει ένα καινούργιο μεγάλο πρόβλημα: τις περιφέρειες της Ισπανίας.
Τέλη του 2011 η Καταλονία ήταν χρεωμένη με περισσότερα από 41 δις € - ποσόν που αντιστοιχεί στο 20,7% του ΑΕΠ, που παράγεται στην περιοχή. Η Βαλένθια χρωστάει 20 δις € ή το 19,9% του ΑΕΠ της, ενώ όλες μαζί οι περιφέρειες υπολογίζεται ότι οφείλουν 140 δις €, με 4-5 από αυτές να απειλούνται με στάση πληρωμών – όπου σε μερικές είναι ήδη γεγονός, αφού χρωστούν αναδρομικά από τον Ιανουάριο διάφορες «παροχές» στο προσωπικό τους.
Εάν στο ποσόν αυτό προσθέσει κανείς τα 250 δις €, που υπολογίζεται ότι τελικά θα χρειαστούν οι τράπεζες και διάφορα άλλα, θα φτάσει σε ένα «μέγεθος» που ίσως ξεπερνάει το 40% του ΑΕΠ της Ισπανίας (1,49 τρις $ το 2011).
Είναι προφανές λοιπόν, ότι η Ισπανία, στα ίχνη της Ελλάδας, θα χρειαστεί ένα δεύτερο πακέτο στήριξης, αμέσως μόλις εγκριθεί το πρώτο – αφού τα επιτόκια δανεισμού της ξεπέρασαν το 7,3% (ακολουθεί η ιταλική τραγωδία).
 

Πόσο μάλλον, όταν η εισβολή του ΔΝΤ θα αναδείξει και άλλες εστίες πυρκαγιάς στο εσωτερικό της, έτσι ώστε να αυξηθεί «τεχνητά» το δημόσιο χρέος και να υποχρεωθούν οι Πολίτες της, να αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα τη λεηλασία και την εξαθλίωση τους – όπως συνέβη στη χώρα μας, όπου «ως δια μαγείας» εκτινάχθηκε στο 160%, από 120% προηγουμένως.
 

Ενεργειακές ανακατατάξεις
 

Από όσα γνωρίζουμε, η ΕΕ έχει κάνει τους υπολογισμούς της (ανάπτυξη, ΑΕΠ κλπ.) με τιμές πετρελαίου μεταξύ 100 και 120 $ το βαρέλι – ενδεχομένως δε να μπορούσε να αντέξει μέχρι 150 $ το βαρέλι, ανάλογα βέβαια με την ισοτιμία ευρώ και δολαρίου, η οποία τοποθετήθηκε στο 1,30.
 

Εάν τυχόν υπάρξει πόλεμος με το Ιράν και εκτοξευθούν οι τιμές του πετρελαίου στα ύψη, παράλληλα ίσως με τη διαμόρφωση της ισοτιμίας κάτω του 1,20 τα πράγματα θα γίνουν πολύ δύσκολα – ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις ενεργειακές τιμές και τη Ρωσία (40% των ενεργειακών εισαγωγών της). Η βαθιά ύφεση σε μία τέτοια περίπτωση είναι μάλλον σίγουρη.
Περαιτέρω, η Γαλλία είναι λιγότερο εξαρτημένη λόγω της πυρηνικής ενέργειας που διαθέτει, σε αντίθεση με τη Γερμανία, η οποία μειώνει τα πυρηνικά εργοστάσια της – ενώ οι προσπάθειές της για εναλλακτικές πηγές ενέργειας δεν φαίνεται να αποδίδουν (ίσως για αυτό δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον, όσον αφορά την προώθηση του προγράμματος «Ήλιος» στην Ελλάδα).
Η Κίνα από την άλλη πλευρά ανεξαρτητοποιείται συνεχώς, εξαγοράζοντας κοιτάσματα ανά τον κόσμο και ειδικά στην Αφρική – με πρόσφατη την προσπάθεια της να επενδύσει στον Καναδά, αγοράζοντας έναντι του τεράστιου ποσού των 15 δις $ μεγάλη ενεργειακή επιχείρηση.
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε την άποψη, ότι, τυχόν πόλεμος στο Ιράν, θα οδηγήσει την ΕΕ (ειδικά τη Γερμανία) στα πόδια της Ρωσίας – γεγονός που γνωρίζουν φυσικά οι Η.Π.Α., οπότε συμπεριλαμβάνουν το ρίσκο στα σχέδια τους.
 

Η αιτία της κρίσης
 

Μία από τις βασικές αιτίες της ελληνικής κρίσης, μέσα από την απλοϊκή περιγραφή ενός Έλληνα επιχειρηματία:
"Όταν ενωθήκαμε με την Ευρώπη, υιοθετώντας όλοι μαζί το κοινό νόμισμα, πολλοί από εμάς τους Έλληνες πιστέψαμε ότι ανήκουμε πλέον στην ίδια Οικονομία.

Δεν ξέραμε ή ξεχάσαμε ότι έπρεπε να συνεχίσουμε να εξάγουμε με τον ίδιο ρυθμό, για να μεταφέρουμε τα γερμανικά, τα ολλανδικά και τα υπόλοιπα ευρώ από την κεντρική Ευρώπη στην Ελλάδα – εισάγοντας όσο το δυνατόν λιγότερα προϊόντα, για να μην φεύγουν τα δικά μας ευρώ και οι δικές μας θέσεις εργασίας.

Αντί λοιπόν να το κάνουμε αυτό, οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης μας έπιασαν σαν ανόητους στον ύπνο και μας παραπλάνησαν, ενώ μας δάνειζαν και διέφθειραν τους πολιτικούς μας, για να εισάγουμε πανάκριβα τα προϊόντα τους – οπότε μας πήραν ακόμη και το τελευταίο πουκάμισο μας".


Βασίλης Βιλιάρδος
Πηγή: casss.gr μέσω http://www.inprecor.gr/