Του Παναγιώτη Παναγιώτου
Η ελληνική κρίση κινείται μέσα σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή κρίση, που αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε «διέγερση» με «εστιακό κέντρο» πρωτίστως την Ισπανία και δευτερευόντως την Ιταλία.
Δυστυχώς, σταδιακά, ένα αρχικά ελεγχόμενο οικονομικό πρόβλημα εξελίχθη σε ένα ανεξέλεγκτο ευρωπαϊκό οικονομικό ντόμινο, που τα κλασικά «φάρμακα»...
της λιτότητας όχι μόνο δεν κάνουν καλύτερα τον «ασθενή», αλλά χειροτερεύουν την κατάστασή του.
Η κρίση, όμως, και η εξέλιξή της έφεραν στην επιφάνεια κάτι ακόμα πιο σημαντικό: ότι το «γερμανικό μοντέλο», πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε το «ευρωσύστημα», δεν αντέχει να «απορροφήσει» αυτούς τους κραδασμούς. Και όσο επιμένει η κ. Μέρκελ, τόσο χειρότερα γίνονται πράγματα στην Ευρώπη. Ετσι, ένα οικονομικό πρόβλημα μετεξελίχθη σε μείζον ευρωπαϊκό πολιτικό ζήτημα, καθώς πλέον το ερώτημα αφορά την ύπαρξη ή όχι της Ευρωζώνης και κατ' επέκταση της ΕΕ.
Τι θα επιλέξει η Γερμανία;
Πάντως, το «ναι στην Ευρωζώνη» δεν λύνεται με μονοδιάστατες πολιτικές λιτότητας, αλλά με θεμελιώδεις αλλαγές στη λειτουργία της. Χωρίς θεσμικές ενοποιήσεις και «κοπή» νέου χρήματος από την ΕΚΤ - όσο ταμπού κι αν είναι για τους Γερμανούς - δύσκολα διασώζεται η Ευρωζώνη με τη σημερινή μορφή και το σημερινό εύρος της.
Η γενίκευση της ευρωπαϊκής κρίσης είναι κατά κάποιον τρόπο μια «ασπίδα προστασίας» για την Ελλάδα, καθώς η έξοδός μας από το ευρώ σε τέτοιες συνθήκες είναι ένα εξαιρετικά μεγάλο ρίσκο για την Ευρώπη και τη διεθνή οικονομία.
Από την άλλη, όμως, αν οι εταίροι μας σταθμίσουν το «κόστος» με άλλα κριτήρια και στο πλαίσιο άλλων σεναρίων για την Ευρώπη, ο κίνδυνος να μας «ρίξουν στη θάλασσα», πριν φθάσει το «πλοίο στο λιμάνι», κάθε άλλο παρά αποκλείεται... Μέσα σ' αυτό το ασαφές, δύσκολο και με ενδεχομένως απροσδόκητες εξελίξεις ευρωπαϊκό περιβάλλον, οδεύουμε προς τις εκλογές της 17ης Ιουνίου, με εκπεφρασμένη ήδη τη βούληση αποδοκιμασίας του ελληνικού λαού (από τις εκλογές της 6ης Μαΐου) προς τις μνημονιακές πολιτικές.
Το πραγματικό ερώτημα είναι, πώς αναθεωρείς τις σχετικές δεσμεύσεις με τρόπο συμβατό με τους συσχετισμούς και τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, αφού το 80% του ελληνικού λαού θέλει - και σωστά - να παραμείνουμε στο ευρώ και κάποιοι πρέπει να μας δανείζουν.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ούτε μπορεί να προεξοφληθεί. Αρα η προεκλογική συζήτηση εξ ανάγκης περιορίζεται στη «μέθοδο» της διαπραγμάτευσης και στα υπό συζήτηση θέματα.
Αν εξαιρέσει κανείς το ΚΚΕ, που δεν μπαίνει σε μια τέτοια συζήτηση και ζητά «λαϊκή εξουσία» εκτός ευρώ, στο «τραπέζι» έχουν τεθεί δύο πολιτικές διαδικασίες.
Η μία, διαπραγμάτευση με βάση και τους νέους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς, χωρίς μονομερείς καταγγελίες, με στόχο μια σταδιακή απαγκίστρωση από το μνημόνιο και
η άλλη (κυρίως ΣΥΡΙΖΑ), πρώτα συνολική ακύρωση του μνημονίου, με μονομερή ενέργεια του ελληνικού Κοινοβουλίου και μετά διαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης.
Φοβούμαι, ότι η «μέθοδος» του ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει τον ευρωπαϊκό «ασκό του Αιόλου», καθώς η «μέθοδος» που προτίθεται να ακολουθήσει είναι έξω από τις ευρωπαϊκές θεσμικές λειτουργίες και μπορεί να μας οδηγήσει εύκολα σε κάποιας μορφής κατ' αρχάς «ειδική σχέση» και μετά να μας αποχαιρετήσουν... Συζητήσιμα, επίσης, είναι και τα θέματα επανακρατικοποιήσεων που θέτει, τα έσοδα που προβλέπει ότι μπορούν να εισπραχθούν κ.ά.
Γενικώς, πληθαίνουν, όσο πλησιάζουμε προς τις εκλογές, τα «σχέδια επί χάρτου».
Το ίδιο ισχύει και για τις εξαγγελίες του κ. Σαμαρά.
Ουδείς εκτιμά δεόντως τις δυσκολίες της επόμενης ημέρας, την ανάγκη ευρύτερων συνεργασιών προς ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος, ενώ οι μαξιμαλισμοί περισσεύουν...
Προς το παρόν, είναι τζάμπα!
ΠΗΓΗ: ethnos.gr