28 Μαΐ 2012

Τι νόημα έχει να αφαιμάσσουμε ένα κράτος που δεν υπήρξε ποτέ;


Του Γκι Μπιρζέλ
Η ελληνική κρίση επανέρχεται δριμύτερη, υπονομεύοντας τα πρώτα βήματα της νέας γαλλικής προεδρίας. Αξίζει λοιπόν τον κόπο να επανέρθουμε στην πρωτόγονη παιδαγωγική, που όπως γνωρίζουμε ασκείται δια της επαναλήψεως...


Αν επιμένουμε να θεωρούμε, πως η ελληνική κρίση αποτελεί απλά καρπό της κυβερνητικής ανικανότητας και της κοινωνικής αμεριμνησίας, που θεραπεύονται με ολοένα και ισχυρότερες δόσεις λιτότητας, θα σκοτώσουμε τον ασθενή, αλλά κυρίως δεν έχουμε κατανοήσει τίποτα από την εξέλιξη των ιστορικών διαδικασιών, που οφείλονται σε συνδυασμό αιτίων και όχι σε απλουστευτικές αιτιακές σχέσεις.
Το ελληνικό σίριαλ είναι από την άποψη αυτή αποκαλυπτικό, καθώς εμφανίζεται στο σημείο τομής τριών αυτόνομων κρίσεων: μιας κρίσης κοινωνικής, μιας κρίσης κρατικής και μιας κρίσης ευρωπαϊκής.

Στην περίοδο των δύο σχεδόν αιώνων της ανεξαρτησίας της, η Ελλάδα οικοδόμησε την οικονομική της ανάπτυξη σε δομές κατ' εξοχήν κοινοτικές. 
Με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις (π.χ. την περίοδο διακυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου τον μεσοπόλεμο, μετά την ήττα από την Τουρκία), την βασική ευθύνη για την υλική και πνευματική οικοδόμηση του έθνους την ανέλαβαν οι πρωτοβουλίες της κοινωνίας, των ατόμων και των ομάδων, που είχαν σφυρηλατηθεί από τους ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς: είναι η περίπτωση της μικρής αγροτικής εκμετάλλευσης, της οικοτεχνίας, που εξελίσσεται αργότερα σε βιοτεχνία και μικρή τουριστική επιχείρηση. Αυτό το μοντέλο αποτυπώνεται στην στέγαση, υπό την πίεση πρωτίστως των εκατομμυρίων αγροτών που καταφθάνουν στα μεγάλα αστικά συγκροτήματα το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αλλά και στην εκπαίδευση των παιδιών που βασίζεται σε ένα πυκνό και δημοφιλές δίκτυο ιδιωτικών εκπαιδευτικών δομών. Επί μακρόν, αυτή η «αυτοκίνηση» της κοινωνικής σφαίρας εξελίσσεται πετυχημένα, ασφαλώς με την υποβοήθηση της ξένης βοήθειας, αμερικανικής πρώτα και στη συνέχεια ευρωπαϊκής, αλλά κυρίως χάρη στην ιδιοφυία και τον μόχθο των Ελλήνων πολιτών. Η απατεωνιά και η τεμπελιά, για τις οποίες κατηγορείται σήμερα ο ελληνικός λαός, είναι μύθοι.

Αλλά αυτό το σύστημα πνέει τα λοίσθια. Η Ελλάδα ανακαλύπτει έξαφνα, πως από κάποιο επίπεδο ανάπτυξης και πέρα δεν είναι δυνατό να οικοδομείς πόλεις χωρίς κοινόχρηστους χώρους ή δημόσιες μεταφορές, να λειτουργεί η οικονομία χωρίς ρύθμιση, να υπάρχει κοινωνία πολιτών χωρίς οργανωμένες υπηρεσίες παροχής υγείας ή πολιτική άμυνα, να αναπτύσσονται ανταγωνιστικές οικονομικές δομές χωρίς εθνικό εκπαιδευτικό προγραμματισμό.

Παραδόξως, οι ολυμπιακοί αγώνες της Αθήνας του 2004, δεν ευθύνονται τόσο για την υπερχρέωση της οικονομίας, όσο για το ότι ανέστειλαν τη συνειδητοποίηση αυτής της ριζικής μετάλλαξης της ελληνικής κοινωνίας. Στο κάτω-κάτω, μια κυβέρνηση που λίγο νοιαζόταν για το πώς παραγόταν ο πλούτος ή για την τήρηση της νομιμότητας πέτυχε να φτιάξει μετρό, το νέο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας, τις νέες εθνικές οδούς. Το καλοκαίρι του 2004 σημαδεύθηκε από καταιγισμό επιτυχιών: η χώρα κατέκτησε το ευρωπαϊκό κύπελλο ποδοσφαίρου, εγκαινίασε μία από τις πιο θεαματικές πλωτές γέφυρες του κόσμου, και πέτυχε να διοργανώσει επιτυχώς μια αθλητική εκδήλωση παγκοσμίου βεληνεκούς.

Τρία χρόνια αργότερα, η τραγωδία των πυρκαγιών με τους δεκάδες νεκρούς στην Πελοπόννησο, εν μέσω πλήρους αποδιοργάνωσης των δημοσίων υπηρεσιών, λειτουργεί ως σήμα αφύπνισης σε μια μια εφιαλτική πραγματικότητα. 
Αλλά κατά πόσο είναι έτοιμη η ελληνική κοινωνία να αποδεχθεί την επανίδρυση της δημόσιας σφαίρας και να πληρώσει το ανάλογο αντίτιμο; 
Ατυχώς, η εξέλιξη της κρατικής δομής δεν ευνοεί να συμβεί αυτό: το κράτος είναι αδύναμο, κι αυτή του η αδυναμία το καθιστά επιτρεπτικό προς την αυθαιρεσία επιχειρήσεων κι ατόμων· είναι επίσης πελατειακό ως προς τους λειτουργούς του, όπως υπήρξε εξαρχής. Αυτό που άλλαξε τη δεκαετία του '80 με τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ είναι, πως αυτό το σύστημα από τοπικό οργανώνεται πλέον σε πανεθνικό επίπεδο, πολλαπλασιάζοντας την έκταση της δωροληψίας και της αργομισθίας.

Εδώ και τριάντα χρόνια όλες οι κυβερνήσεις της δεξιάς και της αριστεράς ενέτειναν αυτή τη συμπεριφορά, υποβοηθούμενες από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, που πράγματι δεν αξιοποιήθηκαν σε παραγωγικές επενδύσεις. 
Η κοινωνία επωφελήθηκε από αυτή την εξέλιξη, αλλά με αντίτιμο να σαπίζει εκ των ένδον, ενώ παράλληλα η πολιτική τάξη απαξιωνόταν. Το αξιοθρήνητο θέαμα του θρυμματισμού που μας προσφέρει η ελληνική κοινωνία μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Το πρόβλημα είναι, πως, αφαιμάσσοντάς το, δεν είναι δυνατό να προσφέρουμε αξιοπιστία και ακεραιότητα, σε ένα κράτος που ουσιαστικά δεν υπήρξε ποτέ.

Αλλά και η Ευρώπη δεν είναι άμοιρη ευθυνών, καθώς εντωμεταξύ άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού. Αρχικά οικοδομήθηκε πάνω στην αλληλεγγύη με το «νότο» (το ιταλικό «μετσοτζιόρνο», την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία) εκτιμώντας πως η άρση των περιφερειακών ανισοτήτων και η χειραφέτηση της δημοκρατίας υπηρετούσε την ιστορική της αποστολή και ήταν ως εκ τούτου προς το συμφέρον όλων. Με την κρίση, που την πλήττει κι εκείνη, θέτει ως νέο κανόνα την δημοσιονομική πειθάρχηση και τον έλεγχο του χρέους. Δικαίωμά της από τη μια, αλλά δεν μπορεί να μεταθέτει όλες τις επιπτώσεις αυτής της επιλογής της στους οφειλέτες της, πόσο μάλλον που δεν είναι εκείνοι οι πρώτοι ένοχοι για την απουσία κοινών οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών. Ανήκει στα καθήκοντα των πιο πλουσίων και σημαντικών μελών της, με επικεφαλής τη Γερμανία και τη Γαλλία, να αποδείξουν πως η ανάπτυξη και η πρόοδος είναι επίσης ευρωπαϊκές αξίες ικανές να εγείρουν ενθουσιασμό.

Συμπερασματικά, η ελληνική κρίση είναι παραδειγματική, καθώς προκύπτει από μια σειρά ανεξάρτητων αιτίων. Αλλά αυτό δε σημαίνει, πως είναι ανεπίλυτη. 
 Η ελληνική κοινωνία, που στη μεγάλη της πλειοψηφία ζητά άμεση ελάφρυνση της λιτότητας και παραμονή στο ευρώ, δεν είναι αντιφατική. Θα αποδεχόταν μέτρα λιτότητας, αν αυτά αντιστοιχούσαν σε ένα πραγματικό κράτος κι αν τα βάρη τους κατανέμονταν ισότιμα και υπεύθυνα από τους ηγήτορες της χώρας. Εκεί ακριβώς βρίσκεται ο αδύναμος κρίκος της εφαρμοζόμενης προσέγγισης.

Κατά τα άλλα, αξίζει επίσης να υποστηρίξουμε ένα ευρωπαϊκό ιδεώδες, που να μην αφορά μόνο την οικονομία και την ανταγωνιστικότητα, αλλά να είναι επίσης κοινωνικό και δημοκρατικό. Πρόκειται για μια άμεση πρόκληση για την Ελλάδα· για μια διαρθρωτική πρόκληση για τη Γαλλία· για ένα κρίσιμο διακύβευμα για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση.

Ο Guy Burgel είναι καθηγητής του πανεπιστημίου του Παρισιού και συγγραφέας του βιβλίου «ο χρυσούς 20ός αιώνας των Αθηνών»

Προοδευτική Πολιτική
ΠΗΓΗ: tvxs.gr