Του Paul Krugman
Στην Ισπανία, το ποσοστό ανεργίας μεταξύ των νέων εργαζομένων κάτω των 25 ετών ξεπερνά το 50%. Στην Ιρλανδία περίπου ο ένας στους τρεις νέους είναι άνεργος. Εδώ, στην Αμερική, η ανεργία μεταξύ των νέων είναι «μόνο» 16,5%, το οποίο είναι, επίσης...
τρομακτικό ποσοστό - αλλά τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Και σίγουρα, πολλοί πολιτικοί κάνουν ό, τι μπορούν για να γίνουν όντως χειρότερα.
Ακούμε πολλά για τον «πόλεμο κατά των γυναικών», που είναι πραγματικός. Αλλά εξαπολύεται επίσης πόλεμος κατά των νέων, ο οποίος είναι επίσης πραγματικός αλλά πιο καλά καμουφλαρισμένος. Και προκαλεί μεγάλη ζημιά, όχι απλά στους νέους, αλλά στο μέλλον αυτού του έθνους. Ας ξεκινήσουμε με μία συμβουλή που έδωσε ο Μιτ Ρόμνι σε φοιτητές πρόσφατα. Αφού επέκρινε τη «τάση» του προέδρου Ομπάμα «να διχάζει», ο υποψήφιος είπε στο ακροατήριό του: «Ρισκάρετε, σπουδάστε, δανειστείτε χρήματα, από τους γονείς σας αν χρειάζεται, ξεκινήστε μία επιχείρηση».
Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς εδώ, είναι η «πινελιά» του Ρόμνι - η χαρακτηριστική έλλειψη συμπάθειας προς αυτούς που δεν γεννήθηκαν σε πλούσιες οικογένειες, που δεν μπορούν να βασιστούν στη «τράπεζα μαμά και μπαμπάς» για να χρηματοδοτήσει τις φιλοδοξίες τους.
Αλλά και τα υπόλοιπα λεγόμενά του είναι εξίσου κακά με τον δικό τους τρόπο. Εννοώ «σπουδάστε»; Και πληρώστε για αυτό; Πώς ακριβώς;
Τα δίδακτρα για τα δημόσια κολέγια και πανεπιστήμια έχουν φθάσει στα ύψη, εν μέρει για να εξισορροπηθούν οι περικοπές στην κρατική χρηματοδότηση. Αλλά ο Ρόμνι δεν προτείνει τίποτε που να το διορθώνει αυτό.
Είναι, ωστόσο, ένθερμος υποστηρικτής του σχεδίου προϋπολογισμού Ράιαν, το οποίο θα προχωρήσει σε δραστικές περικοπές στα κονδύλια για την παιδεία, που για σχεδόν ένα εκατομμύριο φοιτητές θα σημάνει τέλος στις κρατικές υποτροφίες. Πώς λοιπόν θα σπουδάσουν τα παιδιά που προέρχονται από μή προνομιούχες οικογένειες; Την απάντηση την έδωσε ο Ρόμνι τον Μάρτιο: Βρείτε ένα κολέγιο «που είναι πιο φθηνό και όπου μπορείτε να λάβετε καλή εκπαίδευση». Καλή τύχη με αυτό. Αλλά μάλλον θα είναι διχαστικό να τονίσουμε, ότι οι συμβουλές του Ρόμνι είναι άχρηστες για όσους Αμερικανούς δεν έχουν γεννηθεί με τα δικά του προνόμια.
Υπάρχει ένα σημαντικότερο ζήτημα: ακόμη και αν τα παιδιά καταφέρουν, με κάποιον τρόπο, να σπουδάσουν - κάτι το οποίο συχνά στις ΗΠΑ κάνουν με τραπεζικά δάνεια, συγκεντρώνοντας πολλά χρέη - θα αποφοιτήσουν μέσα σε μία οικονομία που δεν φαίνεται να τα θέλει. Το ποσοστό ανεργίας μεταξύ των πρόσφατων αποφοίτων έχει εκτοξευθεί στα ύψη, το ίδιο και η μερικής απασχόλησης εργασία, κάτι το οποίο αντανακλά την αδυναμία των αποφοίτων να βρουν δουλειά πλήρους απασχόλησης.
Ίσως ακόμη πιο σημαντικό, οι αποδοχές έχουν μειωθεί ακόμη και μεταξύ όσων αποφοίτων εργάζονται με πλήρη απασχόληση - ένα σημάδι ότι πολλοί αναγκάστηκαν να βρουν δουλειές στις οποίες δεν αξιοποιούν τις σπουδές τους. Αυτό που χρειάζονται οι νέοι περισσότερο είναι μία καλή αγορά εργασίας. Άνθρωποι σαν τον Ρόμνι υποστηρίζουν ότι διαθέτουν τη συνταγή για τη δημιουργία θέσεων εργασίας: μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις και στους πλούσιους, περικοπές των δαπανών για τις δημόσιες υπηρεσίες και τους φτωχούς.
Αλλά τώρα γνωρίζουμε, ότι αυτές οι πολιτικές προκάλεσαν ύφεση στην οικονομία - και εμφανώς καταστρέφουν τις θέσεις εργασίας, δεν τις δημιουργούν.
Επειδή, καθώς παρατηρούμε τον οικονομικό όλεθρο στην Ευρώπη, πρέπει να έχουμε κατά νου, ότι οι χώρες που βιώνουν τη μεγαλύτερη καταστροφή, είναι αυτές που ακολουθούν την ίδια πολιτική, που οι αμερικανοί συντηρητικοί υποστηρίζουν ότι πρέπει να ακολουθήσουμε και εδώ. Όταν τα πράγματα πήγαν στραβά, η Ιρλανδία έγινε πάλι ο αποδέκτης μεγάλων επαίνων, αυτή τη φορά για τις άγριες περικοπές, που υποτίθεται ενισχύουν την εμπιστοσύνη και οδηγούν σε γρήγορη ανάκαμψη.
Και τώρα, όπως είπα, περίπου σχεδόν το ένα τρίτο των νέων της Ιρλανδίας δεν μπορεί να βρει δουλειά. Τί πρέπει να κάνουμε λοιπόν προκειμένου να βοηθήσουμε τους νέους της Αμερικής; Βασικά, τα αντίθετα από αυτά που προτείνει ο Ρόμνεϊ και οι φίλοι του.
Θα πρέπει να αυξήσουμε τα κονδύλια για την παιδεία, όχι να τα κόψουμε.
Και πρέπει να αντιστρέψουμε τις ντε φάκτο πολιτικές λιτότητας, που κρατούν πίσω την αμερικανική οικονομία - τις χωρίς προηγούμενο περικοπές σε πολιτειακό και τοπικό επίπεδο, που πλήττουν την παιδεία σκληρά.
Ναι, μία τέτοια αλλαγή πολιτικής θα κόστιζε χρήματα.
Αλλά η άρνηση να δαπανούμε χρήματα είναι ανόητη και κοντόφθαλμη ακόμη και με καθαρά δημοσιονομικούς όρους.
Θυμηθείτε, οι νέοι δεν είναι απλά το μέλλον της Αμερικής: είναι το μέλλον της φορολογικής βάσης, επίσης. Ένα μυαλό είναι κακό να πηγαίνει χαμένο - το να γίνεται αυτό σε μία ολόκληρη γενεά είναι ακόμη χειρότερο. Ας σταματήσουμε να το κάνουμε.
Το Βήμα, The New York Times