Του Ευκλείδη Τσακαλώτου
Τα τελευταία χρόνια από τους διανοούμενους του εκσυγχρονισμού είχαμε ένα μόνιμο ρεφρέν: η Ελλάδα υποφέρει από ένα γενικευμένο κλίμα ανομίας και βίας, και από μια αριστερή ιδεολογία που ανέχεται αυτό το κλίμα...
Η άνοδος της ακροδεξιάς στη χώρα μας παρουσιάζεται ως φυσική συνέχεια αυτού του κλίματος.
Μόνο που το φαινόμενο αυτό δεν περιορίζεται στην Ελλάδα. Είναι δύσκολο να ειπωθεί, ότι ο Τσίπρας ευθύνεται για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Γαλλία, την Ολλανδία, την Αυστρία – υποθέτω πως για το κάπως διαφορετικό φαινόμενο του Tea Party στις ΗΠΑ, δύσκολα μπορεί να χρεωθεί στην Αριστερά, όση φαντασία και να διαθέτει κανείς. Κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει.
Δεν είναι εύκολο να υποστηρίξει κανείς, ότι το κύριο χαρακτηριστικό του εκσυγχρονιστικού ρεύματος είναι η αυτοκριτική. Δεν είναι επίσης εύκολο να κρύψει κανείς και τις μεγάλες του ευθύνες, στο πως εξελίχθηκαν οι δυτικές κοινωνίες τα τελευταία χρόνια.
Πρώτον, γιατί ο εκσυγχρονισμός και μαζί τα κόμματα της κεντροαριστεράς, έπαψαν να εκπροσωπούν πολιτικά την κοινωνική βάση της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας. Ουσιαστικά εξαίρεσαν τη σφαίρα της οικονομίας από την πολιτική αντιπαράθεση με τη δεξιά. Η ατζέντα των ιδιωτικοποιήσεων και του «μικρού» κράτους, οι ευέλικτες αγορές εργασίας, οι σφικτές δημοσιονομικές πολιτικές, και η εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών συνομολογήθηκαν με τη κεντροδεξιά, σαν να είναι ιδεολογικά ουδέτερες. Τα αποτελέσματα γνωστά: κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, επισφάλεια, ανεργία, φτώχεια (με το φαινόμενο των εργαζόμενων φτωχών), νέοι αποκλεισμοί. Μεγάλο κομμάτι του κόσμου της εργασίας, και μετά την κρίση και των μεσαίων στρωμάτων, αισθάνθηκαν στην ουσία πολιτικά άστεγοι.
Δεύτερον, γιατί με την οικονομία εκτός της πολιτικής αντιπαράθεσης, μια νέα δεξιά μπόρεσε να κινητοποιήσει τη λαϊκή βάση των κομμάτων της κεντροαριστεράς σε μια συντηρητική πολιτισμική ατζέντα: μετανάστες, ασφάλεια, οικογένεια κλπ. Η κριτική του λαϊκισμού πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε μια απέχθεια για το λαϊκό στοιχείο. Η αγωνία των λαϊκών στρωμάτων για ασφάλεια, η επιθυμία τους να ανήκουν σε γενικότερες συλλογικότητες, αγνοήθηκαν και υποτιμήθηκαν, ως παραδοσιακά παράλειπα που δεν είχαν καμία θέση σε σχέση με τις απαιτήσεις των καιρών και τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Και όλες, μα όλες, οι αντιστάσεις απαξιώθηκαν ως εκτός τόπου και χρόνου. Τα κόμματα της κεντροαριστεράς όχι μόνο δεν κινητοποιούν τη βάση τους, αλλά έπαψαν εδώ και καιρό να εκπαιδεύουν, να κάνουν ιδεολογική δουλειά δηλαδή, για τις αξίες τις αλληλεγγύης και της συλλογικότητας.
Τρίτον, γιατί ο ανταγωνισμός με τη δεξιά στο βαθμό που δεν οργανωνότανε με άλλες αξίες, οδηγήθηκε στην υιοθέτηση πολλών στοιχείων της ακροδεξιάς ατζέντας για τους μετανάστες και για την καταστολή. Και εδώ μεγάλη ευθύνη έχουν και τα ΜΜΕ, ιδιαίτερα μετά από το 2009 που αγκαλιάσανε θερμά πλειοδοτώντας, αυτή την ατζέντα. Αυτό δεν οδήγησε στην περιθωριοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας, αλλά στην νομιμοποίησή της. Συγχρόνως, ο φιλελευθερισμός των εκσυγχρονιστών πιο συχνά απαγγελλόταν, παρά γινότανε πράξη. Σπανίως, άνθρωποι αυτού του χώρου «κινδύνεψαν» για να υποστηρίξουν τα δικαιώματα, να καταγγείλουν την αστυνομική βία, να απομονώσουν τη ξενοφοβία. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός νίκησε τον πολιτικό φιλελευθερισμό κατά κράτος.
Έχει και η αριστερά ευθύνες, αλλά είναι άλλης τάξης.
Ιδιαίτερα, γιατί δεν μπόρεσε να στεγάσει όλο αυτό τον κόσμο που εγκατέλειπε η κεντροαριστερά. Στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης και της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού δεν ήταν και τόσο εύκολο. Δεν είναι της στιγμής να αναλύσουμε πώς θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Το ζητούμενο είναι, αν θα μπορέσει να το κάνει στο μέλλον, αν δηλαδή θα μπορέσει να δώσει προοπτική για την αμέσως επόμενη περίοδο.
Εδώ δε βοηθά μια προσέγγιση που λέει, ότι έχουμε μια δανειακή σύμβαση που δύσκολο αλλάζει και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι κάποιες οριακές βελτιώσεις.
Ούτε, βεβαίως, βοηθάει να ειπωθεί, ότι οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για ριζικές αλλαγές, και άρα πρέπει να ισχυροποιηθεί το δικό μας μαγαζί, η δική μας ταυτότητα και κάποτε στο μέλλον μια πεφωτισμένη ηγεσία θα μας αναγγείλει τη στιγμή της επανάστασης.
Για να εκπροσωπηθεί ο κόσμος της εργασίας σήμερα, πρέπει να βρεθεί ένα σχέδιο τώρα, που να μπορεί να αλλάξει την ατζέντα ριζικά.
Να δώσει λύσεις για το μεταναστευτικό ζήτημα, αλλά πρωτίστως για το οικονομικό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει ένα νέο μπλοκ εξουσίας, που με νέες οικονομικές και πολιτικές προτεραιότητες, θα απευθυνθεί σε αυτό τον κόσμο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη.
Ο ελληνικός λαός έχει το προνόμιο, να γίνει ο πρώτος που θα απορρίψει τη λογική των μνημονίων και της λιτότητας, την ατζέντα των ελίτ και του κεφαλαίου. Σε μια ευρωζώνη που βυθίζεται συνεχώς, αυτό θα ανοίξει όλα τα ζητήματα μιας άλλης ατζέντας.
Θα είναι δύσκολο να διωχθεί μια χώρα, που απλώς θέτει άλλες οικονομικές και κοινωνικές προτεραιότητες.
Όχι μόνο από οικονομικής πλευράς – η ευρωζώνη δύσκολα θα αντέξει μια έξοδο της Ελλάδας.
Αλλά και πολιτικά: δεν μπορεί να σηματοδοτηθεί, ότι η Ευρώπη δεν αντέχει διαφορετικές προσεγγίσεις, την επιστροφή της δημοκρατίας, την άμβλυνση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων.
Η ακροδεξιά θα απομονωθεί, όταν ο κόσμος της εργασίας θα έχει προοπτική για κάτι καλύτερο. Είναι στο χέρι μας.
*Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι Καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο Αθηνών, και υποψήφιος με το ΣΥΡΙΖΑ Β’ Αθήνας.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr