26 Ιαν 2012

Οι ταινίες της εβδομάδας: Κλούνεϊ για Οσκαρ και ο τελευταίος Τεό


Του Γιάννη Ζουμπουλάκη 
«Οι απόγονοι» («The descendants», ΗΠΑ, 2011)
Δεν χρειάζεται και πολύ ώστε οι «Απόγονοι» να σε βάλουν στο κλίμα τους, μια πικρή ταινία αμπαλαρισμένη με χιούμορ που με απλά λόγια μιλά για απλούς ανθρώπους σε σύνθετες καταστάσεις...

Ο Ματ είναι δικηγόρος, μόνιμος κάτοικος Χαβάης και προσπαθεί να τα φέρει βόλτα σε πολλούς τομείς της ζωής του. Εχει ένα σωρό θέματα στο κεφάλι του. Μακάρι να ήταν επαγγελματικά, είναι όμως προσωπικά. Η γυναίκα του βρίσκεται σε κώμα. Η επικοινωνία με τις δυο κόρες του (Σαϊλίν Γούντλι η μεγάλη, Αμάρα Μίλερ η μικρή), ανύπαρκτη. Πρέπει επίσης να λύσει το ζήτημα της γης που ανήκει στην οικογένειά του και που συγγενικά πρόσωπα επιμένουν, ότι πρέπει να πουληθεί (ο ίδιος έχει τον τελευταίο λόγο). Και σαν να μην έφταναν όλ' αυτά, μαθαίνει ότι η γυναίκα του τον απατούσε και αποφασίζει να βρει με ποιον.

Η τελευταία ταινία του «δικού» μας Πέιν («Πλαγίως»), που τον έφερε πρώτα στις Χρυσές Σφαίρες και εν συνεχεία στις υποψηφιότητες των Οσκαρ (διεκδικεί το βραβείο καλύτερης ταινίας, Α' ανδρικού ρόλου - Τζορτζ Κλούνεϊ, σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου), είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει αυτή τη στιγμή το Χόλιγουντ σε έναν χώρο που γνωρίζει πολύ καλά: το οικογενειακό δράμα.

Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του Ματ Κινγκ θα είχε καταρρεύσει, όμως εκείνος έχει μια υπόγεια δύναμη, είναι από τη φύση του αισιόδοξος, cool και πεισματάρης, αρνείται να παραδώσει τα όπλα. Αυτή είναι η θέση της ταινίας, που φωνάζει, ότι μόνον με τη συντροφικότητα και τη σύμπνοια μπορούν να ξεπεραστούν κάποια μεγάλα εμπόδια και η ζωή να προχωρήσει. Και ο Κλούνεϊ αποδίδει τον Ματ Κινγκ ακριβώς όπως θα θέλαμε να τον δούμε, σε μια ερμηνεία του που θα θυμόμαστε για πολύ καιρό και που όλα δείχνουν ότι θα του χαρίσει ένα ακόμα Οσκαρ.

Αγάπησα τους «Απογόνους», γιατί ένιωσα να συγκινούμαι χαλαρά, χωρίς τον ψυχαναγκασμό της κοινότοπης «μελούρας», γιατί οι δόσεις χιούμορ είχαν τρομερή ακρίβεια και γιατί επιτέλους είδα μια Χαβάη αληθινή και καθημερινή χωρίς τα φολκλόρ στολίδια που ανέκαθεν «κέρδιζαν» τις εντυπώσεις χωρίς να λένε απολύτως τίποτε.
Η επιτυχία αυτής της ταινίας είναι ότι μιλά με καθαρότητα και ειλικρίνεια κατευθείαν στην καρδιά.
Βαθμολογία: 3

Η ανυπαρξία της παιδείας 

Τραγική ειρωνεία. Μια από τις τελευταίες οπτικοακουστικές εμφανίσεις του Θόδωρου Αγγελόπουλου έγινε στο ντοκυμαντέρ του Γαβριήλ Τζάφκα «Champions: Μια αστεία ιστορία» που αναφέρεται στην έλλειψη σωστής κινηματογραφικής παιδείας στην Ελλάδα. Η εμπειρία σκηνοθετών όπως ο Αγγελόπουλος, ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Νίκος Κούνδουρος και ο Παντελής Βούλγαρης παίρνει εδώ τα ηνία του ενδιαφέροντός μας.

Το ταλέντο βέβαια δεν μπορεί να διδαχθεί, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο αείμνηστος Μ. Κακογιάννης, που παραδέχεται ότι έγινε σκηνοθέτης όχι χάρη σε κάποια σχολή αλλά επειδή έβλεπε ταινίες. Μπορεί όμως να καλλιεργηθεί καλύτερα, να ωριμάσει αν υπάρχουν οι σωστές βάσεις, οι οποίες απ' ό,τι φαίνεται εξακολουθούν να είναι απούσες στη χώρα μας. «Εμπειρία δεν σημαίνει παιδεία» αναφέρει ο Κούνδουρος ακτινογραφώντας μια γενικότερη κατάσταση του πώς λειτουργούν πολλά πράγματα στην Ελλάδα.

Την άποψή τους για την ανυπαρξία της επαγγελματικών προδιαγραφών κινηματογραφικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα καταθέτουν και σκηνοθέτες νεότερης γενιάς όπως η Εύα Στεφανή και η Κατερίνα Ευαγγελάκου καθώς επίσης και σπουδαστές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στα λόγια των οποίων διακρίνεις μόνον απογοήτευση και πίκρα.

Ομως κακά τα ψέματα. Είτε ως σκηνοθέτης είτε ως αφηγητής on camera, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε τον τρόπο του στο να σε παρασύρει για να τον παρακολουθήσεις. Αυτός είναι τελική η ψυχή της ταινίας του Τζάφκα, ακόμα και όταν ασκεί σκληρή κριτική. Ενα παράδειγμα: το ντοκυμαντέρ κάνει μια μεγάλη διαδρομή από την εποχή της ίδρυσης της σχολής Σταυράκου ως τις μέρες μας με την ίδρυση σχολής κινηματογράφου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο οποίο ο Τζάφκας φοίτησε (άλλο ένα σχέδιο που ξεκίνησε με σπουδαίες προδιαγραφές αλλά γκρεμίστηκε στον δρόμο).

Η σχολή Σταυράκου γινόταν «λίκνο όσων ήθελα να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο» λέει ο μέγιστος σκηνοθέτης αλλά ενώ ήταν «καλή στα θεωρητικά ζητήματα, ήταν κακή στα πρακτικά». Και φυσικά είχε δίκιο. Ομως το highlight του ντοκυμαντέρ, αυτό για το οποίο θα ήθελα κάποια στιγμή να το ξαναδώ, βρίσκεται στο σημείο όπου σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη, προσωπική στιγμή, ο Αγγελόπουλος αναφέρεται στην εκτέλεση του πατέρα του, γεγονός που υπήρξε ένας από τους λόγους για να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Τελικά ο Αγγελόπουλος «γράφει» τόσο όμορφα στον φακό που το μόνο που θα ήθελες στο τέλος της ταινίας είναι να είχε ακόμη περισσότερο «αγγελοπουλικό» υλικό.
Βαθμολογία: 2

Η Πάτρα πρωταγωνίστρια 

Λίγα χρόνια μετά την «Κληρονόμο», ταινία που γυρίστηκε για λογαριασμό μεγάλης εταιρείας παραγωγής (αυτό που λέμε «ταινία- παραγγελιά»), ο Παναγιώτης Φαφούτης υπογράφει τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, τον «Παράδεισο», που βρίσκεται σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος.
Εδώ, τέσσερις ιστορίες διασταυρώνονται κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του περιβόητου καρναβαλιού της Πάτρας και ανάμεσά τους ο φακός του σκηνοθέτη τρυπώνει ορεξάτα, για να συλλάβει την ομορφιά και την απλότητα του έρωτα και της ζωής.

Κάποιες ιστορίες είναι περισσότερο ενδιαφέρουσες από τις άλλες, όμως όλες θέλουν κάτι να καταγράψουν. Το παντρεμένο ζευγάρι των μεσηλίκων που βλέπουν τη σχέση τους να περνά μια περίοδο βαθύτατης κρίσης σίγουρα ξεχωρίζει χάρη στις ρεαλιστικές ερμηνείες του Ερρίκου Λίτση και κυρίως της Ολιας Λαζαρίδου.
Συγκινητικό είναι και το δράμα του ομοφυλόφιλου μάγειρα (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης) που είναι ερωτευμένος με το αφεντικό του (Χρήστος Λούλης). Στην άλλη πλευρά η ιστορία των δύο νέων παιδιών (Νατάσα Ζάγκα, Μιχάλης Φωτόπουλος) σύντομα γίνεται κουραστική, ενώ ο αδιέξοδος(;) έρωτας ανάμεσα στον νεαρό (Αντρέας Κωνσταντίνου) και τη μεγαλύτερή του (Μαρία Σκουλά) κλίνει προς την κοινοτοπία.

Ο Φαφούτης ακολουθεί με συνέπεια το ταξίδι του καθενός, αντιμετωπίζει με αληθινή αγάπη τους ήρωές του, όπως άλλωστε και την πόλη του, αφού ο ίδιος κατάγεται από την Πάτρα. 
Ο «Παράδεισος» μοιάζει με επιστολή αγάπης, φόρο του σκηνοθέτη προς την Πάτρα, μια πόλη που δεν βλέπουμε συχνά στο σινεμά.  
Είναι αναμφισβήτητα μια ταινία δημιουργού, ανήσυχη, γρήγορη, θορυβώδης αλλά και κάπως «επιθετική» προς τον θεατή, σαν να θέλει να προλάβει να πει όσο το δυνατόν περισσότερα, με αποτέλεσμα το μέτρο ενίοτε να χάνεται.
Βαθμολογία: 2

ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ 

Underworld, η αναγέννηση (ΗΠΑ, 2011) των Μάρλιν και Στάιν. Για τέταρτη φορά στην καριέρα της η Κέιτ Μπέκινσεϊλ υποδύεται τη Σελίν, τη γυναίκα που βρίσκεται στην καρδιά της αιώνιας διαμάχης μεταξύ Λύκαν και Βρικολάκων. Από το δελτίο Τύπου: «Η ανθρωπότητα που έχει ανακαλύψει την ύπαρξη των Βρικολάκων και των Λύκαν έχει εξαπολύσει μια εκστρατεία αφανισμού και των δύο ειδών. Η Σελίν αιχμαλωτίζεται κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας και ξυπνά μετά από δώδεκα χρόνια για να ανακαλύψει ότι έχει διατηρηθεί παγωμένη σε ένα επτασφράγιστο εργαστήριο, το Antigen, όπου γίνονται πειράματα για ένα εμβόλιο ενάντια στους ιούς που δημιούργησαν τους Βρικόλακες και τους Λυκάνθρωπους».
Βαθμολογία: -

Επανέκδοση 

«Το κουτί της Πανδώρας» («Die Bόchse der Pandora», Γερμανία, 1929) του Γκ. Β. Παμπστ.
Η ιστορία της Λούλου, μιας πανέμορφης γυναίκας της οποίας η «μαγική» παρουσία γοητεύει και συγχρόνως καταστρέφει τα αρσενικά, μέχρι τη στιγμή που συναντά τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, παραμένει μια ταινία-σταθμός του γερμανικού κινηματογράφου και υπήρξε ρόλος ζωής για την αμερικανίδα ηθοποιό Λουίζ Μπρουκς. 
Ελάχιστοι ηθοποιοί έχουν ταυτισθεί τόσο πολύ με ήρωά τους όπως η Μπρουκς με τη Λούλου. Για την οποία ηρωίδα η ίδια ηθοποιός έκανε ίσως τον πιο εύστοχο χαρακτηρισμό: «μια αντροτραγανίστρα που καταβρόχθιζε τα θύματά της... και στο τέλος σωριαζόταν νεκρή με έναν απότομο και αδέξιο τρόπο, σαν να είχε πάθει κρίση δυσπεψίας».
Βαθμολογία: 3

ΠΗΓΗ: tovima.gr