23 Νοε 2011

Ας μην περιμένουμε από τους άλλους


Tης Μαρίας Κατσουνάκη
«Είναι η Ελλάδα μια ευρωπαϊκή χώρα;» αναρωτιόταν σε άρθρο της η Le Monde την περασμένη εβδομάδα. 
Ο Ιταλός δημοσιογράφος Μπερνάρντο Βάλι της Repubblica συνάντησε την ημέρα του δημοσιεύματος το ζεύγος Κούντερα, τον συγγραφέα και τη σύζυγό του, στο Παρίσι...

Ο τίτλος και το περιεχόμενο προκάλεσαν την οργή του Μίλαν και της Εβα Κούντερα, οι οποίοι άρχισαν να μιλούν τσέχικα μπροστά στον Μπ. Βάλι. 

Η αντίδρασή τους ενέπνευσε στον δημοσιογράφο ένα κείμενο στον αντίποδα του Γάλλου συναδέλφου του. Αντιγράφουμε από τα «Νέα» 19/11: 
«Είναι αλήθεια –υπογραμμίζει μεταξύ άλλων ο Βάλι– ότι η Ελλάδα δεν παράγει πια τα αιώνια πρότυπα του κάλλους, όπως η Ρώμη δεν είναι πια η πατρίδα του Δικαίου. 
Το ίδιο ισχύει για πολλά άλλα κέντρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. (...) 
Συνθέτουν στο σύνολό τους (τα κράτη αυτά), με τις διαφορές τους και τις αντιφάσεις τους, τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή του πολιτισμού της σημερινής Ευρώπης, πολύγλωσσης αλλά με παρεμφερείς ιδέες, που αλληλοεπηρεάστηκαν σχηματίζοντας ένα δυνατό ρεύμα σκέψης. 
Το να εμπιστευτούμε μόνο το επίπεδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος και τις διακυμάνσεις του κοινού νομίσματος για να καθορίσουμε τη σχέση με την Ευρώπη, και επομένως με τον πολιτισμό της, είναι απλώς ένα έγκλημα».

Ο δημοσιογράφος διαχωρίζει απολύτως τα ερωτήματα. Εάν η ένταξη της Ελλάδας στο ενιαίο νόμισμα ήταν «μεγάλο λάθος», είναι ένα ζήτημα, που ασφαλώς μπορεί να συζητηθεί. 
Κανείς, όμως, δεν έχει το δικαίωμα να αμφιβάλλει για το αν η Ελλάδα είναι ευρωπαϊκή.

Σε αυτήν την κούρσα αναξιοπιστίας που διανύει η χώρα μας το τελευταίο διάστημα, οι επικρίσεις από τους άλλοτε στενούς «φίλους» της πληθαίνουν. Η μεταστροφή παραδοσιακών συμμάχων και θαυμαστών του ελληνικού πολιτισμού (όπως των Γάλλων και των Γερμανών) οδηγεί σε καθολική κατεδάφιση της χώρας. 
Oταν η επίθεση είναι τόσο οξεία, η γραμμή ανάμεσα στο δίκαιο και το άδικο θολώνει. 
Πίσω από τον Γκοντάρ (που μίλησε περί ευγνωμοσύνης που οφείλει η Δύση στην Ελλάδα) ή την αντίδραση του Κούντερα, στοιχίζονται και άλλοι πνευματικοί άνθρωποι ή αρθρογράφοι.  
Δεν είναι ούτε λίγοι ούτε αρκετοί. 
Εκείνο που υπερισχύει είναι η κατακραυγή, γιατί και η ελληνική εξωτερική πολιτική, δεκαετίες τώρα, ελάχιστα φρόντισε να ενισχύσει και να προβάλει ό,τι εμφανιζόταν, κοινότοπα μόνο και μηχανιστικά, ως το σημαντικότερο διαπιστευτήριό της: τον πολιτισμό της. 
Θεωρούσε το επιχείρημα τόσο δεδομένο που, εν τέλει, το απαξίωνε.

Ετσι και τώρα, σποραδικά, ακούγονται μεμονωμένες φωνές που ορθώνουν ανάστημα στην ισοπέδωση της Ελλάδας. Ενθαρρυντικές, αλλά αδύναμες να αντιστρέψουν το κλίμα. 
Και γι’ αυτό έπρεπε να έχει προηγηθεί, συστηματικά, ισχυρή πολιτική βούληση. 
Και σε αυτήν την περίπτωση περιμένουμε από τους άλλους να αρθρώσουν τα κατάλληλα επιχειρήματα. 
Για εμάς είναι, απλώς, αυτονόητα...

ΠΗΓΗ: kathimerini.gr