Του Γιάννη Ζουμπουλάκη
Εξηγούμαι από την αρχή για να μην παρεξηγηθώ αργότερα. Είδα δυο φορές το «Δέρμα που κατοικώ» («La piel que habito», Ισπανία, 2011) την τελευταία δημιουργία του Πέδρο Αλμοδόβαρ και παρότι αγαπώ τρελά το σινεμά του, ομολογώ ότι και...
τις δυο φορές την είδα με όρεξη μεν, χωρίς όμως να πετάξω την σκούφια μου.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να περιγράψεις τι συμβαίνει από πλευράς πλοκής στο «Δέρμα που κατοικώ», όμως αυτό δεν πειράζει - αντιθέτως, πιστεύω ότι οξύνει ακόμη περισσότερο την περιέργεια.
Θα αρκεστώ στα εξής: τα περισσότερα λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα σπίτι όπου ένας πλαστικός χειρουργός (Αντόνιο Μπαντέρας) κρατά αιχμάλωτη μια γυναίκα (Ελενα Ανάγια) στην οποία έχει κάνει κάποια πειράματα. Το πώς η γυναίκα έχει βρεθεί σε αυτή την θέση, το τι έχει μεσολαβήσει και το που η παράξενη ιστορία τους θα καταλήξει, θα το δούμε σε ένα σύμπλεγμα χρόνου και ανατροπών που καλύπτει μια περίπου εξαετία ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν.
Απίστευτα σύνθετο φιλμ, μπορεί να γίνει η κινηματογραφική βίβλος κινηματογραφόφιλων και ψυχαναλυτών μαζί! Από την μια, ένα νέο βλέμμα στον μύθο του δρ. Φρανκενστάιν και στο «Εργαστήρι του δρ. Καλιγκάρι», από την άλλη μπερδεμένες σεξουαλικές ταυτότητες, μανάδες με κρυμμένα μυστικά για τα παιδιά τους, αλλαγές φύλων, απαγωγές - τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσεις;
Ωστόσο (για μένα τουλάχιστον και δεν είναι ανάγκη να συμφωνήσουν όλοι), μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ιδέες που το παράξενο τούτο φιλμ επεξεργάζεται, είναι ότι μόνον μέσα από την καταστροφή και την παραμόρφωση μπορείς να αγαπήσεις πραγματικά κάτι. Το σπέρμα για την γέννηση του παθιασμένου έρωτα της ιστορίας είναι η εκδίκηση.
Ασφαλώς, για μια ακόμη φορά θαύμασα την αλμοδοβαρική εικόνα, την αλμοδοβαρική χρωματική πανδαισία και την αλμοδοβαρική μουσική (δηλαδή του Αλμπέρτο Ινγκλέσιας).
Δεν χωρά καμία απολύτως αμφιβολία ότι ο Αλμοδόβαρ είναι ο καλύτερος εν ζωή κατασκευαστής εικόνων αυτή την στιγμή στον πλανήτη.
Ομως η μείξη του αστυνομικού στοιχείου, κοινώς του θρίλερ, με το επί της ουσίας περιεχόμενο της ταινίας, με άφησε κάπως αμήχανο, ή αν θέλετε δεν με ερέθισε τόσο όσο θα ήθελα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παρακολούθησα με ενδιαφέρον και τις δυο φορές την ταινία, κάτι που συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλους.
Βαθμολογία: 3
Πάει πεθάναμε όλοι!
Πιάνεται η ψυχή σου παρακολουθώντας το «Contagion» (ΗΠΑ, 2011), τελευταία ταινία του αμερικανού auteur Στίβεν Σόντερμπεργκ (σημαίνει επιδημία αλλά για ακόμη μία φορά, άγνωστο το γιατί, προτιμήθηκε μόνον ο ξενόγλωσσος τίτλος στην ελληνική διανομή).
Στο τέλος, σχεδόν φοβάσαι που… ζεις. Ακόμη και η πληροφορία ότι ο άνθρωπος πιάνει το πρόσωπό του 5.000 φορές κάθε μέρα είναι μια πληροφορία που τρομάζει, σε μια ταινία όπου ένας ολόκληρος πλανήτης έχει μολυνθεί από θανατηφόρο ιό και βήχει διαρκώς.
Πόσω μάλλον σε μια ταινία που ενώ έχει ένα απίστευτα ελκυστικό καστ (Κέιτ Γουίσνλετ, Γκουίνεθ Πάλτροου, Ματ Ντέιμον, Τζουντ Λο, Λόρενς Φίσμπερν) αρνείται να ακολουθήσει τα βήματα μιας κλισέ περιπέτειας «καταστροφής» α λα Χόλιγουντ (π.χ. «Το ξέσπασμα» του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν) αλλά παρακολουθεί δυσάρεστες καταστάσεις με ύφος ντοκιμαντερίστικο, όπως περίπου ο ίδιος ο Σόντερμπεργκ είχε κάνει στο «Traffic», που δεν ήταν άλλη μία κλισαρισμένη αστυνομική περιπέτεια αλλά ένα ντοκουμέντο μυθοπλασίας γύρω από την παγκόσμια διακίνηση ναρκωτικών.
Ετσι λοιπόν, εδώ, προσπαθούμε να καταλάβουμε από πού προήλθε και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτός ο διαβολεμένος ιός που εξολοθρεύει αδίστακτα τον πληθυσμό του πλανήτη. Ο Σόντερμπεργκ παίζει έξυπνα με τον χρόνο και απογυμνώνοντας εντελώς την ταινία από το στοιχείο της καθαρής περιπέτειας ενδιαφέρεται για τις αντιδράσεις των ανθρώπων προτού ο πανικός του θανάτου βγάλει στην επιφάνεια όλα τα ζωώδη ένστικτά τους και ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Βαθμολογία: 3
Βαρβατίλα - trash movie
Παίζοντας τον μισθοφόρο που επιστρέφει στην ενεργό δράση για να σκοτώσει κατά παραγγελία μερικούς ανθρώπους και να σώσει έτσι τον μέντορά του ο οποίος κρατείται από άραβα μεγιστάνα, ο Τζέισον Στέιθαμ στο «Killer elite» (ΗΠΑ, 2011) του Γκάρι Μακ Κέντρι δεν κάνει τίποτε διαφορετικό από τα όσα κάνει στις trashy περιπέτειες όπου συνήθως τον βλέπουμε: καθαρίζει με ποικίλους τρόπους, τρέχει σαν λαγός, πηδάει από το ένα κτίριο στο άλλο και «φτύνει» διαρκώς μαγκιόρικες ατάκες που ακόμη και ένας Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ των eighties θα ζήλευε.
Ζέχνει αδρεναλίνη σε τέτοιο βαθμό, που θαρρείς ότι τον μυρίζεις. Το ερώτημα είναι τι δουλειά έχουν εδώ ηθοποιοί άλλης κλάσης όπως ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο (ο μέντορας που λέγαμε) και ο Κλάιβ Οουεν στον ρόλο ενός αδικημένου στρατιωτικού που προσπαθεί να σταματήσει τον Στέιθαμ (ακόμη και το μουστάκι του Οουεν είναι ένα λάθος στην ταινία).
Δυστυχώς, την απάντηση στο ερώτημα δεν μπόρεσα να τη βρω, αν και η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια ο Ντε Νίρο μάς έχει συνηθίσει στις μετριότητες. Για την ιστορία, το «Killer elite» δεν έχει καμία σχέση με την ομότιτλη ταινία του Σαμ Πέκινπα (είχε παιχθεί στην Ελλάδα ως «Η αριστοκρατία του εγκλήματος») και είναι βασισμένη σε μια πραγματική ιστορία που συνέβη τη δεκαετία του 1980, στην οποία η ιστορία εκτυλίσσεται.
Βαθμολογία: 1
Ρομάντζο και μυστικές αποστολές
Από το Ανατολικό Βερολίνο του 1965 μέχρι το Τελ Αβίβ του 1997, μια πολυσύνθετη ιστορία αγάπης συνδυασμένη με μια παράξενη αποστολή της Μοσάντ, πλάθουν τον καμβά της ταινίας «Το χρέος» («The dept», ΗΠΑ, 2011) που γύρισε ο Τζον Μάντεν, γνωστός από τις ταινίες «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» και «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι».
Ο Μάντεν κοιτάζει με ρομαντικό μάτι την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και με τη βοήθεια της ομάδας των σκηνογράφων φτιάχνει όμορφες, γλαφυρότατες εικόνες με φόντο το μελαγχολικό Βερολίνο στο οποίο τρεις πράκτορες της Μοσάντ (Σαμ Γουόρδινγκτον, Τζέσικα Τσαστέιν και Μάρτον Τσόκας) περιμένουν το πράσινο φως για την σύλληψη ενός γερμανού γιατρού, επιστήμονα των ναζιστών (Γέσπερ Κρίστενσεν).
Τα πράγματα χάνουν κάπως το ενδιαφέρον τους στο παρόν, όπου η Ελεν Μίρεν (δηλαδή η ηρωίδα της Τσαστέιν σε μεγάλη ηλικία) αναλαμβάνει να ξοφλήσει χρέη που εκκρεμούν παίζοντας στο σοβαρό του τον ίδιο ρόλο που έπαιξε στο καρτουνίστικο «Red». Σε γενικές γραμμές μια ταινία που παρακολουθείται εύπεπτα, χωρίς να είναι κάτι που δεν ξεχνιέται αμέσως.
Βαθμολογία: 2
ΠΗΓΗ: tovima.gr