Του Ρούσου Βραννά
Τα τραγικά γεγονότα, μερικές φορές, βγάζουν στην επιφάνεια τον καλύτερο εαυτό μας.
Δέκα χρόνια από ένα τέτοιο γεγονός, ο κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ θυμάται τη συγκλονιστική εμπειρία του.
Στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη, ο Ρίτσαρντ Σένετ, που διδάσκει στο πανεπιστήμιο της πόλης, ζούσε στο Γκρίνουιτς Βίλατζ...
Και νιώθει σήμερα, σαν να ξαναβλέπει μπροστά του τους ανθρώπους του πανεπιστημίου, να προσφέρουν τροφή και καφέ σε όσους είχαν επιζήσει από την καταστροφή, να τους δίνουν τα κινητά τους και να τους συνοδεύουν στο τοπικό νοσοκομείο.
Παρ' όλη τη φρίκη, δεν θεωρεί μέχρι σήμερα αυτές τις αντιδράσεις των Νεοϋορκέζων ασυνήθιστες. «Το πνεύμα συνεργασίας είναι έμφυτο στους ανθρώπους», γράφει ο Ρίτσαρντ Σένετ στο «Χρονικό Ανώτατης Εκπαίδευσης», δέκα χρόνια μετά την αποφράδα εκείνη μέρα.
«Μολονότι, όμως, αυτό το πνεύμα είναι βαθιά ριζωμένο, είναι μια εύθραυστη εμπειρία, επειδή απαιτεί βαθιά εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια προς τους άλλους.
Ξανακοιτάζοντας προς τα πίσω, μου κάνει κατάπληξη, πόσο λίγο άντεξε αυτή η εμπιστοσύνη.
Μέσα σε έναν χρόνο, η Νέα Υόρκη είχε γίνει μια κλειδαμπαρωμένη πολιτεία.
Η αλλαγή ήταν εμφανής στα μικρά πράγματα, όπως στους ελέγχους ασφαλείας στα κτίρια, στα μεγάφωνα που προειδοποιούσαν τους επιβάτες στα τρένα του υπογείου να έχουν τον νου τους, στις σωματικές έρευνες στις οποίες υπέβαλλαν οι αστυνομικοί όποιον τούς κινούσε τις υποψίες.
Σε όλη τη χώρα, ένα καθεστώς φόβου είχε εγκατασταθεί.
Και αυτό το καθεστώς κράτησε πολύ».
Ο Σένετ θυμάται, πώς ο πρόεδρος Μπους εκμεταλλεύτηκε αυτόν τον φόβο για να ξαναρχίσει τον πόλεμο κατά του Ιράκ, ο οποίος είχε εγκαταλειφθεί δέκα χρόνια νωρίτερα.
Ο φόβος είναι δύο λογιών, λέει.
Αυτός που προέρχεται από έναν φανερό εχθρό, που τον πολεμάει κανείς με φανερούς τρόπους.
Και ο άλλος που θεριεύει σιγά σιγά, από ένα γενικευμένο αίσθημα πως είμαστε ευάλωτοι, ένα αίσθημα που δυσκολεύεται να το βάλει κάτω η κοινή λογική.
«Γι' αυτό, καλό είναι να βλέπουμε αυτό το γεγονός σε σχέση με το άλλο μεγάλο τραύμα της περασμένης δεκαετίας, τη μεγάλη οικονομική κατάρρευση με τα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων ανθρώπων που έμειναν χωρίς δουλειά», συνεχίζει ο αμερικανός κοινωνιολόγος.
«Σε έρευνα που έκανα πρόσφατα για τους ανέργους, μου έκανε εντύπωση, πόσο ήταν ανήμποροι να συγκρατήσουν τον τρόμο τους. Η ειρωνεία ήταν, ότι αυτός ο τρόμος τούς έκανε να θέλουν να επιστρέψουν σε εκείνη ακριβώς την πρότερη ανταγωνιστική και ατομιστική οικονομική κατάσταση, που τους προκάλεσε τόσο πόνο.
Αυτό που λείπει σήμερα είναι η επιθυμία να δημιουργήσουμε νέες μορφές αλληλεγγύης».
Τα δύο τραύματα συνδέονται - ο Ρίτσαρντ Σένετ είναι γι' αυτό πεπεισμένος.
Και στα δύο, ο τρόμος έκανε τους ανθρώπους να κλειστούν στο καβούκι τους.
«Η κοινωνία και η πολιτική ανέστειλαν τη φυσική μας παρόρμηση για συνεργασία», καταλήγει. «Ηταν μια δεκαετία διάχυτου φόβου και τυφλής οργής, που μας απομάκρυναν τον έναν από τον άλλο».