Κάποτε ο Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε πει: «Δεν ανησυχώ καθόλου για το έλλειμμα. Εχει μεγαλώσει τόσο πολύ, που μπορεί κάλλιστα να φροντίσει τον εαυτό του».
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το ελληνικό δημοσιονομικό χρέος. Μεγάλωσε τόσο πολύ, που το μεγαλύτερο μέρος του δεν είναι πλέον... στα δικά μας χέρια. Ανήκει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε ξένες τράπεζες, σε ξένες κυβερνήσεις και ένα μέρος του στις ελληνικές τράπεζες και στα ασφαλιστικά ταμεία.
Είναι πολλοί εκτός αυτοί που λένε ότι η χώρα δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει το υπέρογκο χρέος της. Κάποιοι από αυτούς έκαναν κι άλλες προβλέψεις, αλλά δεν είναι της παρούσης να συζητήσουμε για τους μετά Χριστόν προφήτες.
Το θέμα είναι ότι με καθαρά οικονομικούς όρους και με δεδομένη τη διεθνή συγκυρία και τη φοβία των αγορών το ελληνικό χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί. Θα χρειαστούν πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες όμως πρέπει να είναι πανευρωπαϊκές και στην κατάλληλη χρονική στιγμή. Κι όταν λέμε πολιτικές αποφάσεις δεν εννοούμε τις τζάμπα μαγκιές που προτείνουν κάποιοι φωστήρες του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι ζητούν από την κυβέρνηση να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση και να επιδιώξει να ενταχθεί στον μόνιμο ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, τώρα και όχι το 2013. Λες και η καταγγελία της μιας δανειακής σύμβασης (με τους εταίρους) και η ένταξη σε μιαν άλλη δανειακή σύμβαση (με τους ίδιους εταίρους) είναι κάτι σαν μεταφορά του δανείου από την Εθνική Τράπεζα στην Alpha.
Η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό χρέος (αλλά και το καθημερινό πάρε - δώσε του κράτους) δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί ούτε τον Μάιο του 2010. Μετά πολλές διαπραγματεύσεις, δισταγμούς και υπαναχωρήσεις, η Ευρωπαϊκή Ενωση κατέληξε στον προσωρινό μηχανισμό στήριξης της Ελλάδος, μετά της Ιρλανδίας και αύριο πιθανώς της Πορτογαλίας.
Τα 110 δισ. ευρώ ήταν μια πολιτική απόφαση για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους, μια μορφή επιμήκυνσής του. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ήρθε αργά και ήταν λίγο. Ισως να έχουν δίκιο, αλλά πάντως το γεγονός είναι ότι τα χρέη των χωρών της Ευρωζώνης θα διευθετηθούν με πολιτικό τρόπο και καθολικό. Δεν μπορεί και δεν πρέπει η Ελλάδα να το κάνει μόνη της (ειδικά με την αξιοπιστία που έχει διεθνώς), πρέπει να μπει στο καλάθι όλων των χρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης.
Πάνω όμως σ’ αυτό το υπαρκτό ζήτημα του χρέους πολλοί σπεκουλάρουν με την πονηρή έκφραση, που έχει γίνει και εξαιρετικά δημοφιλής, «τα νούμερα δεν βγαίνουν». Το ερώτημα είναι ποια ακριβώς νούμερα; Της μείωσης του ελλείμματος ή της αποπληρωμής του χρέους; Οι αεριτζήδες –όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της πολιτικής– δεν το διευκρινίζουν.
Αφήνουν απλώς να πλανάται η αίσθηση ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει ένα καλό κόλπο να ξεφύγουμε από την κρίση χωρίς πολλά πολλά, χωρίς τις αναγκαίες αλλαγές. Οτι υπάρχει ένας μαγικός τρόπος που το ονομάζουν «ανάπτυξη» αλλά είναι μία από τα ίδια, δηλαδή «δώσε κι εμένα μπάρμπα - κράτος».
Για ποιους πρόκειται
Πρόκειται για το ευρύτατο και οριζόντιο πολιτικά και κοινωνικά αντιμνημονιακό μέτωπο που θέλει να συντηρήσει τη βολή του υπάρχοντος.
Δεν είναι μόνο οι συνδικαλιστές και οι συντεχνίες του Δημοσίου που αντιδρούν επειδή χάνουν τα επιδόματα «έγκαιρης προσέλευσης» ή «ψωμοτυριού». Επίσης δεν αντιδρά μόνο η παλαβή Αριστερά που πιστεύει ότι από την Ελλάδα θα αρχίσει το ξήλωμα του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Υπάρχουν εκδότες που βλέπουν να χάνουν την κρατική «φροντίδα» που επί χρόνια απολάμβαναν (είτε διά θαλασσοδανείων, είτε διά της υποχρεωτικής δημοσίευσης των ισολογισμών, είτε διά της διαρκώς αυξανόμενης κρατικής διαφήμισης, είτε δι’ άλλων κόλπων που πετύχαιναν μέσω εκβιασμών)· μεγαλοδημοσιογράφοι που βλέπουν τις υψηλές τους αμοιβές να ψαλιδίζονται (και διάφορα άλλα προνόμια που η πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας τούς παρείχε).
Είναι υπουργοί που όνειρό τους είναι το χουβαρνταλίκι· βουλευτές και κομματικοί παράγοντες που έχουν χιλιάδες στόματα –ολόκληρους στρατούς ψηφοφόρων– να ταΐσουν με τα δικά μας λεφτά· δημοτικοί άρχοντες εξίσου (αν όχι περισσότερο) χουβαρντάδες με τους υπουργούς που συντηρούν δαπανηρούς «πολιτιστικούς» (τρομάρα μας!) οργανισμούς· ακόμη και επιχειρηματίες που η μόνη τους συμβολή στην παραγωγική διαδικασία ήταν η μεγέθυνση της κατανάλωσης διά των δανεικών που έπαιρνε το κράτος – επαγγελματίες που ζουν από την απαγόρευση του ανταγωνισμού (βλέπε κλειστά επαγγέλματα).
Ολοι αυτοί βρήκαν την μαγική φόρμουλα τής «α λα ελληνικά ανάπτυξης». Μπέρδεψαν τα σώβρακα με τον κεϊνσιανισμό και ισχυρίζονται ότι όσο περισσότερα ξοδέψει το κράτος, τόσο μικρότερα ελλείμματα θα έχει. Αυτός ο μαγικός τρόπος να ξοδεύεις δέκα για να παίρνεις πίσω τρία (εκ των φόρων) και να σου μένει και κέρδος μεταφράζεται με διάφορους τρόπους. Ο κ. Αλέξης Τσίπρας πρότεινε, για παράδειγμα, 500.000 προσλήψεις στο Δημόσιο ώστε η αυξημένη ζήτηση από τους μισθούς των νεοπροσληφθέντων να δημιουργήσει την προηγούμενη πλασματική ανάπτυξη. Κάτι αντίστοιχο είχε προτείνει στο Ζάππειο και ο κ. Σαμαράς με το μαγικό «αναπτυξιακό» του σχέδιο που χειροκροτούν και οι αποκαλούμενες «παραγωγικές» τάξεις.
Ολοι λένε «ρίχτε λεφτά» (που δεν έχουμε) στην αγορά, ώστε η κατανάλωση να εμφανιστεί ως ανάπτυξη και να ζήσουμε εμείς καλά και οι άλλοι καλύτερα.
Η συρρίκνωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ακόμη και σ’ αυτή την κλίμακα που επιτεύχθηκε, αγγίζει κάθε κομμάτι της παρασιτικής οικονομίας και δυστυχώς στην Ελλάδα το μεγαλύτερο κομμάτι της οικονομίας είναι αντιπαραγωγικό. Ζούσε από τα δανεικά του κράτους και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το πιστοποιεί.
Το θέμα είναι ότι, ασχέτως του χρέους, το παραγωγικό μοντέλο –ή καλύτερα: το μη παραγωγικό μοντέλο– της χώρας έφαγε τα ψωμιά του.
Και με μηδενικό χρέος το Δημόσιο πρέπει να περικοπεί. Αχρηστοι οργανισμοί, διευθύνσεις και υπηρεσίες πρέπει να κλείσουν. Νόμοι που απλώς επιδοτούν εαυτούς και αλλήλους πρέπει να καταργηθούν. Τα κλειστά επαγγέλματα να ανοίξουν. Ολα αυτά που δεν κάναμε με τη μέθοδο της ήπιας προσαρμογής πρέπει να γίνουν τώρα τάχιστα. Οχι γιατί το θέλει το Μνημόνιο, αλλά γιατί αν για χίλιους δυο λόγους βρεθούμε εκτός Μνημονίου, όλα αυτά θα γίνουν αλλά με τον εκρηκτικό τρόπο της χρεοκοπίας. Και τότε δεν θα έχουμε ούτε τα λίγα λεφτά για να απαλύνουμε τις επιπτώσεις μιας βίαιης προσαρμογής στην οικονομική πραγματικότητα.
Οι πτωχοί τω πνεύματι υπουργοί
Ο μεγαλύτερος εχθρός της εκλογίκευσης της ελληνικής οικονομίας δεν είναι ούτε ο κ. Σαμαράς ούτε η παλαβή Αριστερά με τα ευφυολογήματά τους ότι ξοδεύοντας περισσότερα θα εξοικονομήσουμε περισσότερα.
Είναι το ΠΑΣΟΚ, όπως εκφράζεται από ένα σημαντικό αριθμό υπουργών και από περισσότερους βουλευτές. Οι δεύτεροι κινούνται από ένα μείγμα άγνοιας, αριστερών ψυχώσεων και πικριών που δεν έγιναν υπουργοί.
Οι πρώτοι λειτουργούν με το σύνδρομο του κουτοπόνηρου μαθητή, ο οποίος δεν κατανοεί ότι στόχος της παιδείας είναι να μάθει δυο κολλυβογράμματα και όχι να περνάει τις εξετάσεις αντιγράφοντας. «Δεν είναι δυνατό να συμφωνούμε σε συγκεκριμένα νομοσχέδια και στη συνέχεια να τα βλέπουμε απολύτως αλλαγμένα λόγω κάποιων μεταμεσονύκτιων τροπολογιών», επισημαίνουν παράγοντες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής («Το Βήμα», 3.4.2011).
Ετσι, όπως έγραφε η «Καθημερινή» (3.4.2011) «εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι βασικές προβλέψεις του Μνημονίου εξακολουθούν να βρίσκονται “στα χαρτιά”... Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ακόμα και σε περιπτώσεις που νόμοι ψηφίστηκαν, είτε δεν εφαρμόζονται είτε εφαρμόζονται κατά τρόπο “χαλαρό” είτε περιμένουν ακόμα την υπογραφή Προεδρικών Διαταγμάτων για να εφαρμοσθούν είτε προβλέπονται μεγάλες μεταβατικές περίοδοι, που ουσιαστικά τους ακυρώνουν».
Ετσι συγκεντρώνονται πολλά κρούσματα υπουργών που καλύπτουν την ανεπάρκειά τους με ιδεολογικές κόκκινες γραμμές και πράσινα άλογα. Οι πτωχοί τω πνεύματι αδυνατούν να καταλάβουν την κατάσταση που βρίσκεται η χώρα και φυσικά αδυνατούν να την εξηγήσουν και παρακάτω. Δεν κατανοούν ότι σε περίοδο κρίσης, δουλειά τους είναι να εξοικονομούν χρήματα αντί να ξοδεύουν παραπάνω. Προκειμένου να μην κάνουν τη δουλειά τους ασπάζονται κάθε ανοησία που εκπέμπεται από τα τηλεκαφενεία (π.χ. «τα νούμερα δεν βγαίνουν», «έρχονται νέα μέτρα», «διαρρηγνύεται ο κοινωνικός ιστός» κ.λπ.) και για κάθε πρόβλημα δεν έχουν μια λύση, αλλά προβάλλουν κάποια δικαιολογία.
Φυσικά κι έχουν ελαφρυντικά· λειτουργούν σε ένα πολιτικό, κοινωνικό και γραφειοκρατικό περιβάλλον που επί χρόνια έχει μάθει να ξοδεύει λεφτά αντί να λύνει προβλήματα. Είναι μια νοοτροπία που έχει περάσει σε κάθε κύτταρο της δημόσιας διοίκησης, σε κάθε κοινωνικό στρώμα, σε κάθε οικονομική δομή.
Ομως: αν οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν ήταν εύκολες και δεν έβρισκαν μπροστά τους τις ποικίλες αγκυλώσεις, δεν θα χρειαζόμασταν πολιτικούς. Θα τροφοδοτούσαμε τα δεδομένα σε έναν υπολογιστή κι αυτός θα μάς έβγαζε τις λύσεις.
Δουλειά, λοιπόν, των υπουργών δεν είναι να σχολιάζουν πόσο κακός είναι ο κόσμος και πόσο μεγάλα είναι τα προβλήματα. Δουλειά τους είναι να λύνουν τα προβλήματα, να ξεπερνούν τις αγκυλώσεις. Κυρίως, να κόβουν δαπάνες ακόμη κι από εκεί που νομίζουν ότι δεν μπορούν. Στο κάτω κάτω της γραφής, πολλοί από αυτούς ήταν πάλι υπουργοί το 2003 και τα έβγαλαν μια χαρά πέρα με δαπάνες του προϋπολογισμού 45 δισ. ευρώ. Τώρα μάς λένε ότι δεν τους φτάνουν τα 65 δισ.;
Ε, λοιπόν, αν δεν μπορούν, ας πάνε σπίτι τους για να περικόψουν άλλοι. Κι όταν θα ’χουμε πάλι λεφτά για ξόδεμα, τους ξαναφωνάζουμε...
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr