Η μείωση του τζίρου αλλά και τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που δέχθηκε φέτος ο ελληνικός τουρισμός οδηγούν πολλούς ξενοδόχους στο κλείσιμο των ξενοδοχείων τους και στο να βγάλουν πωλητήριο.
Να «απαλλαγούν» από τις επιχειρήσεις τους επιζητούν όλο και περισσότεροι ξενοδόχοι, καθώς η έλλειψη ρευστότητας σε συνδυασμό με τις δανειακές υποχρεώσεις και τη μείωση του τζίρου τους έχουν επιτείνει το αρνητικό κλίμα στην τουριστική αγορά.
Τα οικονομικά αποτελέσματα των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων φέτος είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά, καθώς οι μεγάλες εκπτώσεις στις κρατήσεις της τελευταίας στιγμής αλλά και η απορρόφηση των διαδοχικών αυξήσεων του ΦΠΑ συρρικνώνουν τις εισπράξεις, θέτοντας ζήτημα βιωσιμότητας.
Τις αυξημένες προθέσεις πώλησης από πλευράς ξενοδόχων επιβεβαιώνει ο κ. Π. Γ. Μίχαλος της Southeast Ιnvestment Group, με την τάση να έχει ενταθεί από πέρυσι, καθώς η εφετινή χρονιά ήταν πολύ δύσκολη και οι επιχειρηματίες του κλάδου αναζητούν αγοραστή ή επενδυτή για να «σώσουν» τις επιχειρήσεις.
Μάλιστα, σημειώνει ότι αν τα οικονομικά βελτιωθούν το κλίμα θα αναστραφεί, καθώς είναι συνδεδεμένο με την αρνητική συγκυρία. Το τίμημα της πώλησης καθορίζεται με βάση την αξία της επιχείρησης και του ακινήτου, όμως ελάχιστες είναι οι συναλλαγές που έχουν γίνει μιας και η τιμή δεν φθάνει στα επιθυμητά επίπεδα στην παρούσα συγκυρία.
Το ενδιαφέρον από το εξωτερικό, αλλά και από την εγχώρια αγορά- που εντοπίζεται κυρίως στον εφοπλιστικό κλάδο- εκφράζεται ακόμα υποτονικά. «Ο πωλητής δεν θέλει να πουλήσει σε τιμή κατώτερη της εμπορικής (με την υπεραξία της δραστηριότητας), αλλά και η Ελλάδα δεν αποτελεί ακόμα σταθερό επενδυτικό περιβάλλον» σημειώνει ο κ. Μίχαλος. Προσθέτει όμως ότι μέσα στον χειμώνα θα φανεί αν θα γίνουν πωλήσεις ξενοδοχείων, σημειώνοντας ότι υπάρχει μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη στάση αναμονής που τηρούν οι αγοραστές που επιδιώκουν καλύτερες τιμές και τις «αντοχές» των πωλητών.
«Λίγοι είναι οι ξενοδόχοι που θα έλεγαν “όχι”» αν τους γινόταν αγοραστική πρόταση, λέει ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος κ. Γ. Τσακίρης. Ωστόσο σημειώνει ότι οι περισσότεροι επιχειρηματίες φοβούνται να το δηλώσουν ανοιχτά, γιατί μια τέτοια κίνηση επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία της επιχείρησης, αλλά και το προσωπικό τους. Οι αγγελίες όμως στο Διαδίκτυο που μετρούνται από την αρχή του χρόνου σε εκατοντάδες πληθαίνουν, ειδικά σε δημοφιλείς προορισμούς της χώρας, όπως οι Κρήτη, Χαλκιδική, Ρόδος, Κως, Μύκονος, Σαντορίνη.
«Πολλοί πωλητές, λίγοι αγοραστές» είναι η εικόνα που παρουσιάζει η Κρήτη, με όλα τα ξενοδοχεία να «είναι προς πώληση στην κατάλληλη τιμή», όπως σημειώνει ο κ. Ι. Οικονόμου, μέλος του ΔΣ της Ενωσης Ξενοδόχων Ηρακλείου και του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ). Οι αγγελίες ξενοδοχείων προς πώληση ξεπερνούν τις 60 μόνο σε ένα διαδικτυακό τόπο μεσιτικού γραφείου στην Κρήτη, ενώ εκτιμάται ότι ο αριθμός στην πραγματικότητα είναι πολύ μεγαλύτερος και σε δυσμενέστερη θέση είναι οι μεγάλες μονάδες με δανειακές υποχρεώσεις, λόγω των ανακαινίσεων που έχουν πραγματοποιήσει.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμα και μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες της χώρας βρίσκονται σε αυτή τη διαδικασία, καθώς τα «ανοίγματα» είναι σημαντικά σε αντίθεση με τα μικρά ξενοδοχεία που είναι λιγότερο εκτεθειμένα στην κρίση.
Το πρόβλημα αναμένεται να κορυφωθεί μόλις κλείσει η σεζόν, περί τα μέσα Οκτωβρίου, οπότε και οι επιχειρηματίες θα έχουν εικόνα για το ταμείο. Παρά την αυξανόμενη διάθεση πώλησης όμως δεν γίνονται συναλλαγές, καθώς δεν υπάρχει ενδιαφέρον για διάθεση ρευστού στον κλάδο, ούτε οι συνθήκες είναι ευνοϊκές. Στην Αθήνα υπάρχουν τέσσερα μεγάλα ιδιόκτητα ξενοδοχεία, χωρίς χρέη, που πωλούνται εδώ και καιρό, χωρίς όμως ανταπόκριση.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΞΕΕ, το αγοραστικό κοινό αυτών των ξενοδοχείων, που θα ήταν ένας άλλος ξενοδόχος ή επιχειρηματίας από την Ελλάδα, έχει περιοριστεί πλέον, ενώ και οι τράπεζες δεν ενδιαφέρονται για τα ακίνητα αυτά ως επένδυση. Από την άλλη, στην Αττική το 50% των ξενοδοχείων είναι ενοικιαζόμενα κτίρια, με τους επιχειρηματίες να μην μπορούν εύκολα να απεμπλακούν. Μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα στην περιφέρεια όπου τα έσοδα είναι πολύ λιγότερα αναλογικά σε σύγκριση με τα ξενοδοχεία της Αθήνας.
Από την εφημερίδα “Το Βήμα”