Του Πέτρου Θωμαϊδη
Ένα δέντρο αειθαλές, πολύκαρπο και καλλίκαρπο. Μια δρύς ανθεκτική και υπερπροστατευτική, με μεγάλη πνευματική φιλοτιμία και δοτικότητα στην ψυχή.
Χωρίς έπαρση και διαθέσεις προβολής.
Μεταφυτεύεται από την Αίγινα στα εύφορα και από τη νοσταλγία για τις αλησμόνητες..
πατρίδες νοτισμένα χώματα του προσφυγικού Συνοικισμού της Κορίνθου που γίνονται ο νέος της βιότοπος.
Και από εκεί απλώνει τα κλαδιά της και σκεπάζει όλη την Κορινθία.
Το Ευαγγέλιο είναι χαραγμένο στον κορμό της. Στην νηπτική άσκηση, τη μελέτη και την προσευχή οι ρίζες της.
Αμέτρητοι αυτοί που σπεύδουν να ενισχυθούν, να παρηγορηθούν, να εξομολογηθούν, να διδαχθούν, να σταθούν στα πόδια τους και να προσανατολίσουν την πολιτεία και τη διαγωγή τους στο θέλημα του Θεού.
Απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις, τις ηλικίες, τα μορφωτικά επίπεδα. Μικροί και μεγάλοι. Μικροί που μεγαλώνουν και έρχονται πια με τα δικά τους παιδιά να ξαποστάσουν και να αποκτήσουν άλλου είδους κριτήρια γι’ αυτό που λέμε και ποθούμε ως αληθινή ζωή.
Γι’ αυτή την δρυ μίλησαν επαινετικά άγιοι, όπως ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης και ο Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης.
«Παιδιά μου, ξέρετε ποιος είχε έρθει σήμερα να μας επισκεφθεί; Μια λαμπάδα που φέγγει και φωτίζει όλη την Κορινθία», είχε πει ο Άγιος Ιάκωβος στα καλογέρια του.
«Από πού είστε παιδιά…; Από την Κόρινθο; Μα εκεί έχετε σπουδαίο Πνευματικό, τον πατέρα Νεκτάριο», είχε αναφέρει σε Κορίνθιους προσκυνητές ο Άγιος Παΐσιος.
Αββά όλης της Κορινθίας τον χαρακτήρισε ο Καθηγητής της Πατρολογίας της Θεολογικής Αθηνών Στυλιανός Παπαδόπουλος, που εκοιμήθη ως Μοναχός Γεράσιμος ο Δοχειαρίτης.
Ναι. Ο μακαριστός Γέροντας μας ήταν εκείνο το δέντρο της ζωή μας και όλης της κορινθιακής κοινωνίας, που κάποιες φορές δυστυχώς πληγώσαμε και εκμεταλλευτήκαμε, θέλοντας να τον υποκαταστήσουμε, να τον οικειοποιηθούμε ή να τον ερμηνεύσουμε κατά τις επιδιώξεις μας.
Ο Γέροντας που δεν κρατούσε κακία σε κανέναν και προτιμούσε να τον θεωρούν αφελή, από το να πάψει να γίνεται τοις πάσι τα πάντα για να εμπνεύσει στους πάντες την πίστη και την υπακοή στον Χριστό της Εκκλησίας και για να δώσει έμφαση στη φιλανθρωπία ως απόσταγμα της φιλοθεΐας.
Η πνοή του κηρύγματος ήταν ένα από τα μείζονα αναζωπυρωμένα χαρίσματά του. Μα να μην κουράζεται ποτέ!! Όλες τις ώρες τις ημέρας, ακόμη και τις μεσημεριανές, σε όλες τις εποχές του χρόνου, χωρίς διακοπές, με γενναιόδωρη και χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς πνευματική σπορά και στην μικρότερη κοινότητα του Νομού, γίνεται γεννήτορας πολλών τέκνων εν Χριστώ. Και έχει μια πολύ μεγάλη, όλο λιακάδα, καρδιά, και μια απλότητα στην συμπεριφορά.
Αγαπά ιδιαίτερα τα νέα παιδιά. Δεν καταπιέζει συνειδήσεις, ούτε επιδιώκει να χειραγωγεί. Σε άλλον γίνεται το κίνητρο και το παράδειγμα για να ακολουθήσει ελεύθερα τη ζωή του μοναχού, σε άλλους είναι το στήριγμα και ο άξονας συνοχής της οικογενειακής τους ζωής. Για όλους λειτουργεί ως διαρκής παράκληση και υπενθύμιση υπέρ της φροντίδας της ψυχής, για το «τι κάνει η ψυχή», όπως συνήθιζε επί τούτου, με αγωνία πατρική, να ρωτά.
Αν σήμερα έχουμε το Μοναστήρι του Οσίου Παταπίου, και Μοναχούς και Μοναχές και σε πολλές άλλες Μονές, το οφείλουμε σε αυτόν.
Αν σήμερα έχουμε μια ζωντανή μαγιά κατηχητικού έργου, που δεν είναι στα χαρτιά, και μια ευέλπιδα γενιά στελεχών πρώτης γραμμής, το οφείλουμε σε αυτόν.
Το ότι σε λίγο θα απαντήσουν πολλοί, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι το ζήτημα είναι ποσοτικό, στην πρόσκληση «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», είναι αποτέλεσμα της κολλυβαδικής κορινθιακής αναγέννησης, στην οποία πρωτοστάτησε ο ίδιος.
Πριν αρκετές δεκαετίες τα πράγματα και οι καταστάσεις δεν ήταν έτσι όπως αξιωθήκαμε να τα παραλάβουμε και να τα ζήσουμε εμείς. Η συχνή, εμπροϋπόθετη ασφαλώς και με συναίσθηση αναξιότητας και μετανοίας, προσέλευση στη Θεία Κοινωνία ήταν, για παράδειγμα, κάτι το άγνωστο. Ποιός ήξερε για αγρυπνίες;
Πού υπήρχε Κατασκήνωση; Πού και πόσο εφαρμοζόταν αυτό που γράφει ο Απ.Παύλος σε εμάς τους Κορινθίους και στην πρώτη του Επιστολή «εάν γάρ ευαγγελίζομαι, ουκ εστί μοι καύχημα ανάγκη γαρ μοι επίκειται, ουαί δε μοι εστίν εάν μη ευαγγελίζομαι», δηλαδή αν κηρύττω το Ευαγγέλιο, αυτό δεν αποτελεί για μένα αιτία για καύχηση, αλλά μου επιβάλλεται ως ανάγκης. Αλίμονό μου, αν δεν κηρύττω το Ευαγγέλιο;
Χωρίς να μηδενίζουμε το μακρινό παρελθόν για να ωραιοποιήσουμε το πιο πρόσφατο, οφείλουμε μια δίκαιη αναγνώριση: Ευεργετηθήκαμε ποικιλότροπα από την παρουσία, το ζήλο, τη συνέπεια, την ανεκτικότητα, το κόψιμο και το μοίρασμα της καρδιάς σε χίλια κομμάτια, το νέκταρ της διδαχής και το παράδειγμα της υπομονής ενός προσώπου που μας ένωσε, μας κράτησε στην Εκκλησία, μας συγκράτησε, μας σήκωσε, μας έδειξε δρόμους, μας ανέχτηκε και έγινε για όλους μας άξονας κοινής αναφοράς και αξίας. Τέτοιας που όποτε πραγματοποιούσαμε προσκυνήματα, επισκέψεις σε Μονές και εκδρομές οπουδήποτε στην Ελλάδα, πόσο περήφανοι αισθανόμαστε όταν, με το που λέγαμε ότι είμαστε από την Κόρινθο, μας ρωτούσαν με θαυμασμό «Ξέρετε και τον πατέρα Νεκτάριο;».
Και που βρίσκεται τώρα αυτή η ιερατική ,προφητική και βασιλική δρύς; Έχει κοπεί; Είναι η θέση της στον αμπελώνα της Εκκλησίας κενή;
Όχι. Έχει στον Παράδεισο μεταφυτευτεί. Και συνεχίζει από εκεί να μας εμπνέει, να μας τροφοδοτεί, να μας συμφιλιώνει, να μας διορθώνει και κυρίως να μας νοιάζεται σαν παιδάκια του για το οποία μάτωσαν τα πόδια του να τα συντρέχει. Και είναι τώρα, που έχουν, όπως έλεγε ο Άγιος Πορφύριος, καταργηθεί οι αποστάσεις, πιο κοντά. Σε κάθε κελλί, σε κάθε σπίτι και σε κάθε οικογένεια που έχει τη μνήμη του σαν καντήλι ακοίμητο και τις παρακαταθήκες του σαν άρτο επιούσιο και ύδωρ ζων
Σεβασμιώτατε, Θεοφιλέστατε, Πατέρες Σεβαστοί και αγαπημένοι αδελφοί.
Χωρίς περιττές εξιδανικεύσεις και ρητορικές υπερβολές,
Χωρίς ιστορικούς ετεροχρονισμούς και αναδρομικές εφαρμογές των σημερινών συνθηκών στις τότε επικρατούσες,
Χωρίς προκαταλήψεις και μονομέρειες,
Γνωρίζοντας ότι στην Εκκλησία, άλλος πολλές φορές είναι που οργώνει, άλλος που σπέρνει, άλλος που ποτίζει, άλλος που θερίζει, ένας όμως είναι ο ιδιοκτήτης του έργου και ο νοικοκύρης, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, και ένας ο εις τύπον και τόπον Αυτού ιστάμενος, δηλαδή ο Επίσκοπος μας, δεν έχουμε το δικαίωμα να εκφέρουμε περαιτέρω κρίσεις.
Αυτό που είδαμε και ζήσαμε και μας καθόρισε, αυτό που έχουμε ακριβό φυλαχτό στη μνήμη και στη καρδιά είναι ότι ο Γέροντας μας, όσες αταξίες κι αν προκαλέσαμε εμείς οι ίδιοι και τις χρεώθηκε εκείνος, ίδρωσε, έσκαψε, έκλαψε, πόνεσε, μέσα στην Εκκλησία και για την Εκκλησία μόχθησε, έδωσε, μαρτύρησε, ανάστησε, τίποτα δεν κράτησε, ακόμη και το «ευχαριστώ» της ευγνωμοσύνης δεν το διεκδίκησε.
Λένε ότι η απόσταση από το μηδέν στο ένα διανύεται πολύ πιο δύσκολα απ’ ότι η απόσταση από το ένα στο δύο.
Ο Γέροντας μας, έκανε σε πολλούς τομείς την αρχή. Διήνυσε πολλές αποστάσεις από το μηδέν στο ένα και από κει στο δύο, το τρία κι εφεξής και πάνω εκεί θεμελιώθηκαν οι επόμενοι αναβαθμοί.
Στη μνήμη του τώρα εμείς οφείλουμε να συνεχίσουμε, χωρίς να απομονωθούμε, να προχωρήσουμε, χωρίς να περιχαρακωθούμε σε εσωστρεφείς αυτονομίες, τυχόν ατέλειες και οφειλόμενες στην αμέλεια μας καταχρήσεις και σχίσματα να εξαλείψουμε, το εκκλησιαστικό ήθος να προασπίσουμε και στον Επίσκοπο μας να αφιερώσουμε, ως ποιμαινόμενοι, την προθυμία και την ετοιμότητα μας για εργασία εντός του πλοίου της Εκκλησίας και όχι ως ναυαγοί και ακυβέρνητοι, αποδεικνύοντας ότι αυτό που κατορθώθηκε δεν θα χαθεί, το ελλείπον θα αναπληρωθεί και ό,τι το ανθρωπίνως ασθενές θα θεραπευτεί.
Τα υπόλοιπα είναι του Θεού πράγματα…
«Ει μη εύρες Πνευματικόν Πατέραν ζήτησον και ευρήσεις», συνιστά ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Κι εμείς, ούτω λαλούμεν, ούτω φρονούμεν και ούτω κηρύσσομεν:
Μενούνγε, ευρήκαμεν Πνευματικό Πατέρα.
Δεχτήκαμε την κλήση του.
«Κατήλθε γαρ και εύρε ημάς δούλους και παροικούντας και είπε: Δεύρο τέκνα μου, προς Θεόν υμάς απάξω».
Κι εμείς: «Επιστεύσαμεν, ηγαπήσαμε ακολουθήσαι τούτω. Εκράτησέ μας της χειρός προπορευόμενος και ούτω απηρξάμεθα την οδόν διανύειν».
Και σήμερα, όσοι γνωρίσαμε την αγάπη του Θεού, δια του Γέροντός μας Νεκταρίου Ιερομονάχου, στρεφόμαστε σε αυτόν ως παρόντα και αποφασιστικά και ορθόδοξα, με συγκίνηση και με τη βεβαιότητα ότι αυτή η αγάπη είναι κοινωνία προσώπων, του λέμε:
Γέροντα, ου χωρισθησόμεθά Σου, ου παραβώμεν εντολήν Σου, αλλά πάσας φυλάξομεν.
Και συ ως συμπαθής και φιλόστοργος πρέσβευε και ικέτευε υπέρ ημών και συγχώρεσέ μας.