Οι σκλάβοι από την Αφρική που δούλευαν στις φυτείες του ζαχαροκάλαμου στην Κούβα το 19ο αιώνα, εξουθενωμένοι από τη δουλειά στον ημιτροπικό ήλιο, τις ατιμώσεις της σκλαβιάς αλλά και τα πάθη των ανθρώπων που φουντώνουν ακόμα και με την αλυσίδα στο πόδι, τις νύχτες στις καλύβες τους ξεφλούδιζαν ζαχαροκάλαμα, τα έστυβαν κι έβγαζαν το γλυκό, δροσιστικό ανοιχτοπράσινο χυμό τους, το guarapo.
Έτριψαν τυχαία κάποτε φύλλα του δυόσμου, που λέγεται πως τον έφεραν οι Ισπανοί κατακτητές και πως είχε πατρίδα του τη Μέση Ανατολή, έτριψαν λοιπόν τα φυλλαράκια να τους δροσίσει το παγωμένο άρωμα, ήπιαν τυχαία μια γουλιά guarapo, οσφράνθηκαν το μαγικό ανακάτεμα, και όπως συμβαίνει με τις μεγάλες εφευρέσεις, εγένετο mojito.
Για το επόμενο ποτήρι, κοπάνησαν φύλλα του δυόσμου που έχει πιπεράτα, δροσιστικά αιθέρια, γι αυτό οι Eγγλέζοι τον λένε peppermint, και τ’ ανακάτεψαν με σταγόνες άγουρου λεμονιού. Τα δυο δροσάτα πράσινα, έβγαλαν τα εκχυλίσματά τους, γέμισαν τα δάχτυλα και την όσφρηση με ξεδιψαστικά αρώματα και, όταν προστέθηκαν στο guarapo, έφτιαξαν ένα θεϊκό μείγμα, ένα νέκταρ που δεν χρειαζόταν οινόπνευμα για να ζαλίσει με ελαφριά μέθη τους κουρασμένους εργάτες γης. Το είπαν mojito, μάλλον απ’ το μπαχαρικό mojo, που φτιάχνεται από ξεραμένο πράσινο λεμόνι.
Το δροσιστικό ποτό δε χρειάστηκε πολύ χρόνο, για να συναντήσει την αψάδα του οινοπνεύματος. Ανακατεύτηκε με το «φλεγόμενο νερό» των Iνδιάνων της Λατινικής Αμερικής, το αγουαρδιέντε, που το χρησιμοποιούσαν για τις εντριβές και τον πονόλαιμο, όπως εμείς το τσίπουρο και κατέληξε σ’ ένα μαγικό κοκταίηλ.
Γρήγορα σάρωσε τα μπαρ της Αβάνας κι έκανε πολλούς να χορεύουν μόνοι τους, να παραμιλούν για βάσανα, να εξομολογούνται έρωτες. Ξετρέλανε και τον Ernest Hemingway και πριν γράψει το Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα, άφησε εγγράφως την αγάπη του για το mojito, με μιαν ιδιόχειρη επιγραφή, στον τοίχο του μπαρ της Αβάνας, La Floredita, που λέγεται πως προσφέρει το καλύτερο mojito και το πιο νόστιμο daiquiri, συνοδευμένα από πράσινες, τηγανητές μπανάνες και ρουφηξιές χοντρού πούρου.
Ζέστη σήμερα κι έρχεται καύσωνας και λαύρα. Οι αυλές έχουν δυόσμους σε τενεκέ ή στη ρίζα της λεμονιάς, που κάνει τώρα τη νέα γέννα μικρών, σφιχτών πράσινων λεμονιών. Το σπιτικό mojito δεν έχει αγουαρδιέντε, έχει εκχυλίσματα δυόσμου σε λιασμένο τσίπουρο, λίγες σταγόνες και μια φέτα πράσινο λεμόνι για τη δροσάτη όψη σ’ ένα ιδρωμένο ποτήρι παγωμένης σπιτικής λεμονάδας, παρέα με δυο καμπανιστά παγάκια και δυο φυλλαράκια, φρέσκου δυόσμου, για να ξεκινά η δροσιά απ’ τη μύτη και να κατεβαίνει στο λαιμό. Είναι το ίδιο δροσάτο στην πρώτη ρουφηξιά και το ίδιο μπαμπέσικα μεθυστικό στην τελευταία, αφού έφυγαν οι φίλοι και πλύθηκαν τα πιάτα, την ώρα που το τέταρτο του φεγγαριού έχει γίνει κόκκινο της φωτιάς και δύει βουτώντας πίσω απ’ την Αμοργό.
Πηγή: Νίνα Γεωργιάδου – f/b