Σπύρος Γεωργάτος
Σαν χθες, το 1974, έπεφτε η Χούντα και ξαναγύριζε η Δημοκρατία στον τόπο. Δεν έγινε από μόνο του, χωρίς συγκρούσεις, χωρίς θύματα, χωρίς συνειδητές θυσίες.
Στη Μπουμπουλίνας και στο Πολυτεχνείο, συγκρούστηκαν η εξουσία των τυράννων, που επικαλούνταν τον νόμο και την τάξη, με οικουμενικές αρχές: το όσιο της Ελευθερίας και το ιερό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όπως στην «Αντιγόνη», που είδαμε προχτές στου Φρόντζου, κάποιοι «άφρονες» νέοι υπερασπίστηκαν τα ιερά και τα όσια χωρίς να λογαριάζουν τη ζωή τους. Μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα το μεγαλειώδες που συντελέστηκε στην ψυχή αυτών των ανθρώπων στη διάρκεια της δικτατορίας αν δώσουμε βάση στον Σοφοκλή και τους άλλους τραγωδούς. Το έργο τους μας αποκαλύπτει, πώς εξελίσσεται το θαύμα της συνειδητής θυσίας, όταν ο φόβος σκιάζει τους περισσότερους και φως δεν φαίνεται από πουθενά.
Το 1967, μια δράκα φασιστοειδών γαλουχημένων στο μίσος του εμφυλίου εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις και έδεσε πισθάγκωνα επί εφτά χρόνια έναν ολόκληρο λαό. Η τραγική κατάληξη αυτής της «ανωμαλίας», όπως την ονόμασε ο Γιώργος Σεφέρης, ήταν το πραξικόπημα κι η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Μετά τις 24-7-74, γλύψαμε όμως τις πληγές μας και σιγά-σιγά έγιαναν. Αλλά, πάλι, αυτό δεν έγινε χωρίς θαύματα. Το 1974, ο κόσμος επαναστάτησε· όχι προς τα έξω, αλλά προς τα μέσα. Εν μια νυκτί, έδιωξε τον φόβο του αστυνομικού κράτους από μέσα του, βρήκε το θάρρος να αρθρώσει λέξεις, που δεν είχε τολμήσει από την περίοδο της Απελευθέρωσης και άφησε το καυτό μάγμα των ονείρων που κόχλαζε μέσα του, να βγει στην επιφάνεια. Αυτοί που ζητούσαν «Στις 18 Σοσιαλισμό» δεν ήταν ανόητοι. Ήταν οι δημοκρατικοί πολίτες, που μέσω μιας ηθελημένης υπερβολής, δήλωναν δημοσίως και ανοιχτά πως είχαν πια (ξε)περάσει τα τετριμμένα του «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι» και βρίσκονταν ήδη στη σφαίρα του αοράτου, όπου ζυμώνονται και ανασυντίθενται όλες μαζί οι ελπίδες, τα οράματα και οι νομοτέλειες, απ’ τις οποίες έχουν γεννηθεί και ξεπηδήσει. Τη δεκαετία του 1960 και 1970, βιώναμε το παρόν στη μακρά του διάρκεια. Ένα παρόν που είχε εισχωρήσει βαθιά μέσα στο μέλλον, χωρίς να φαίνεται. Σαν νεαρό δεντράκι που τρυπάει το χώμα, τραβώντας τον χυμό -χωρίς να φαίνεται.
Το 1974, σηκωθήκαμε, όπως παρήγγειλε ο ποιητής, λίγο ψηλότερα. Κι από αυτή τη γωνία, πρόκυπτε μια διαύγεια και μια νέα αλήθεια. Μέχρι και ο Καραμανλής υψώθηκε στο ύψος των περιστάσεων, εγκαταλείποντας το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, αναπροσανατολίζοντας την εξωτερική πολιτική σε μια ηπίως και εμμέσως αντι-ατλαντική κατεύθυνση και νομιμοποιώντας το ΚΚΕ (διαρκούντος ακόμη του ψυχρού πολέμου). Δεν ήταν «η ηγεμονία της Αριστεράς» ένα φυσικό φαινόμενο, όπως πρεσβεύουν οι ακροδεξιοί και οι ανόητοι του ακραίου Κέντρου. Ήταν ένα σημάδι, που έδειχνε, ότι είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. Ένα λεπτό νήμα συνδέει τον πατριωτισμό του Αλέξανδρου Παναγούλη με τον αγώνα και τις πληγές του Κώστα Κάππου, της Ιωάννας Καρυστιάνη , του Σπύρου Χαλβατζή, με το αρχαίο δράμα που μας έχει ποτίσει μέχρι το κόκαλο. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς όσοι είχανε τη σκευή της Ελλάδας μέσα τους.
Για να γράψει ο Σεφέρης το «Επί ασπαλάθων», χρειάστηκε δουλειά πολλή. Ακόμα δεν χωράει στο μυαλό μου, αυτό που θα πρέπει να διαδραματίστηκε στην ψυχή και τον εσωτερικό κόσμο αυτού του ανθρώπου, που υπηρέτησε ήσυχα την καθεστηκυία τάξη και την παραδοσιακή διπλωματία για πολλά χρόνια, χωρίς να φανερώσει τις μύχιες σκέψεις του ακόμη και στις μέρες του πολέμου και του εμφύλιου σπαραγμού. Για να περάσει τον Ρουβικώνα και να μιλήσει ο ποιητής για τον Παμφύλιο τον Αρδιαίο, τον πανάθλιο Τύραννο, έπρεπε να ακουμπήσει στο μόνο στήριγμα που είχε απομείνει: τη μακραίωνα παράδοση και την πολύπαθη ιστορία αυτού του τόπου.
Τί λέω λοιπόν και τί εννοώ μ’ αυτή τη μακρόσυρτη κραυγή, που δεν έχει αρχή και τέλος; Λέω, ότι όσο συλλογίζομαι το θαύμα της αντίστασης στη δικτατορία και την ανάταση της μεταπολίτευσης, τόσο αισθάνομαι πιο πολύ, ότι 46 χρόνια μετά η ελληνική Πολιτεία παλινδρομεί σε μιαν ύβρι. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος και πιο πεζός: η συνεπής δικαστικός Τουλουπάκη αποδίδεται στο πυρ το εξώτερον, γιατί υπηρέτησε ανυποχώρητα το Δίκαιο, ενώ οι μαύρες φιγούρες των πατριδοκάπηλων που την κατηγορούν, χαριεντίζονται στο Προεδρικό, για να μας θυμίσουν, ότι η Δημοκρατία μας, έτσι πως κατάντησε, δεν αξίζει πια ούτε το τσίτι του χιτώνα της. Τί σχέση έχουν το μίσος, τα ψέματα, ο θησαυρισμός, η εκδικητικότητα, η έπαρση, με το κράτος δικαίου και τις αρχές που μας κληροδοτήθηκαν απ’ τους αρχαίων ημών; Αυτό λέω.
Τα κοινοβουλευτικά τερτίπια και οι κακόβουλοι τίτλοι στον φιλοκυβερνητικό τύπο, οι παραπομπές και οι διαπομπεύσεις, τα μισόλογα και οι ψίθυροι, δείχνουν το μαύρο χάλι, που μας παραδέρνει. Οι νόμοι του κράτους και οι θεσμοί καταρρέουν, όταν αντιστρατεύονται το κοινό περί δικαίου αίσθημα, τα δεδομένα της λογικής και της αισθητηριακής εμπειρίας, τις απλές αλήθειες της ζωής. Τί θέλουν άραγε να πουν, όσοι παρέπεμψαν τον Παπαγγελόπουλο και μηχανεύονται την τιμωρία των δικαστών και των πολιτικών τους αντιπάλων, ότι το σκάνδαλο της Novartis το δημιούργησε κάποιος «Ρασπούτιν», σε συνεργασία με έντιμους δικαστικούς που υπηρετούν μια ζωή χωρίς ψεγάδι;
Στο τέλος το δίκιο θα νικήσει, γιατί έχει στο πλάϊ του έναν ακούραστο και σοφό οδηγό: την άπειρη πίεση από τα πάνω και από τα μέσα, που σπρώχνει τη ζωή μπροστά και διευθύνει το τραγούδι των ανθρώπων. Οι νόμοι του κάθε Κρέοντα και του κάθε εξουσιομανή θα λιώσουν, όπως έλιωσαν σε μια νύχτα οι λόγχες και το ατσάλινο προσωπείο των συνταγματαρχών. Αλλά ως τότε θα έχουμε θρηνήσει κι άλλες ζωές.
Σωστά το καταλάβατε. Σε Σας απευθύνομαι, ως συνομήλικος και ομοιοπαθής, κα Πρόεδρε.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr
Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Jenny΄s world