10 Μαρ 2020

Η στρατηγική επιδίωξη του νέου ασφαλιστικού νόμου. Οι αθέατες πλευρές


Σ. Ρομπόλης - Β. Μπέτσης 

Ο δημόσιος και ο κοινοβουλευτικός διάλογος, στο πλαίσιο της κατάθεσης και της ψήφισης (27/2/2020) του νέου ασφαλιστικού νόμου (Ν.4670/2020-ΦΕΚ 43/Α/28-2-2020) από το Κοινοβούλιο, ανέδειξε, κατά κύριο λόγο αλλά και κατά μονοσήμαντο τρόπο, τις θεατές (θετικές ή αρνητικές) πλευρές του.


Παράλληλα, όμως, ανέδειξε και το έλλειμμα του δημόσιου και κοινοβουλευτικού διαλόγου, να διερευνήσει και να προβάλλει με τεκμηριωμένο τρόπο τις αθέατες πλευρές και τη σημασία τους, προκειμένου να πραγματοποιηθεί το εξής: να ταυτοποιηθεί ο χαρακτήρας και ο σκληρός πυρήνας της στρατηγικής επιδίωξης του νέου ασφαλιστικού νόμου.

Βέβαια, ο μεθοδολογικός και αναλυτικός άξονας αυτής της ερευνητικής προσέγγισης είναι η εξέταση και η ανάλυση των προβλεπόμενων πολιτικών κοινωνικής ασφάλισης και η επίδρασή τους. Συγκεκριμένα, ο τρόπος που επιδρούν στην κατανομή των πόρων που διεισδύουν στους αρμούς του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ) ή διαρρέουν από το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης προς τους αρμούς της οικονομικής και δημοσιονομικής σφαίρας της ελληνικής οικονομίας.

Με άλλα λόγια, το επίκεντρο της απαιτούμενης διερεύνησης εστιάζεται στην αθέατη πλευρά του νέου ασφαλιστικού νόμου. Μια αθέατη πλευρά που αφορά, μεταξύ των άλλων, την επισήμανση του προσανατολισμού της ροής των πόρων και της ταυτοποίησης του χαρακτήρα του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης ως “θεσμού της κοινωνίας” ή ως “θεσμού των επιχειρήσεων”.

Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί, ότι η μελέτη της αναλογιστικής έκθεσης του νέου ασφαλιστικού νόμου υποστηρίζει, ότι η κατανομή και η ροή πόρων προς το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης είναι πολύ σημαντικού επιπέδου. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που η διαμορφούμενη κύρια σύνταξη το 2070 θα είναι 3.601 ευρώ από 774 ευρώ που είναι σήμερα και η επικουρική σύνταξη το 2070 θα είναι 877 ευρώ από 185 ευρώ που είναι σήμερα.

Όμως, τα στοιχεία αυτά δεν είναι συγκρίσιμα, δεδομένου ότι έχουν υπολογισθεί σε τρέχουσες τιμές, δηλαδή περιλαμβάνουν και τον πληθωρισμό. Ωστόσο, τα αντίστοιχα ποσά σε σταθερές τιμές (αποπληθωρισμένα) και σε μεικτές αποδοχές είναι 1.357 ευρώ η κύρια σύνταξη (μεικτά) και 330 ευρώ (μεικτά) η επικουρική. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί, ότι τα ποσά αυτά αφορούν μέσους όρους μόνο της σύνταξης γήρατος. Εάν όμως ληφθούν υπόψη και οι συντάξεις αναπηρίας και χηρείας, τότε η μέση συνολική κύρια σύνταξη είναι 1.235 ευρώ (μεικτά) (384 ευρώ εθνική και 851 ανταποδοτική) και η επικουρική στα 300 ευρώ (μεικτά).

Εκτιμώμενες μελλοντικές αυξήσεις

Ωστόσο, από μεθοδολογική άποψη, είναι ενδιαφέρον να υπογραμμισθεί, ότι οι εκτιμώμενες στην αναλογιστική έκθεση μελλοντικές αυξήσεις οφείλονται κυρίως στους παρακάτω δυο παράγοντες.

Πρώτον, οφείλονται στη βελτίωση των δημογραφικών παραδοχών της Eurostat.
Δεύτερον, οφείλονται στη βελτίωση από την ΕΕ για τη μέση μακροπρόθεσμη ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ (από 0,8% στις μελέτες του 2015 σε 1,1% στη μελέτη του νέου ασφαλιστικού νόμου) και αντίστοιχα στην ετήσια αύξηση των μισθών των εργαζομένων.

Έτσι, οι αυξήσεις, που φαίνεται να λαμβάνουν οι ασφαλισμένοι στο μέλλον, θα οφείλονται, κατά βάση, στη βελτίωση της παραδοχής αύξησης του ΑΕΠ στο 1,1% από 0,8%. Το ίδιο ισχύει και με τις δημογραφικές προβολές του 2018, που ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2070 παρουσιάζεται βελτιωμένος σε σχέση με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat του έτους 2015. Πιο συγκεκριμένα στις προβολές του 2015, η Eurostat θεωρούσε, ότι η Ελλάδα το 2070 θα έχει 7,72 εκατ. πληθυσμό, ενώ στις προβολές του 2018, θεωρεί ότι η Ελλάδα θα έχει το 2070 πληθυσμό ίσο με 8,45 εκατ. πληθυσμό, αυξημένο κατά 9,5% σε σχέση με τις δημογραφικές προβολές του 2015.

Η αύξηση αυτή του πληθυσμού οφείλεται αποκλειστικά στη βελτίωση των παραδοχών για τη μετανάστευση. Ο λόγος είναι, πως οι παραδοχές για τη γονιμότητα και τη θνησιμότητα παρέμειναν οι ίδιες για την Ελλάδα μεταξύ των δύο δημογραφικών προβολών της Eurostat των ετών 2015 και 2018.

Η γενική αυτή αύξηση του πληθυσμού της Ελλάδας οδήγησε και αντίστοιχα στην αύξηση του πληθυσμού που καταβάλλει εισφορές και στην αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων. Έτσι, ο αριθμός των συνταξιούχων αυξάνεται στις προβολές του 2018 σε 2,685 εκατ συνταξιούχους από 2,580 εκατ. που εκτιμόνταν το 2015 (αύξηση 95.000 άτομα). Ακόμα οι εργαζόμενοι αυξήθηκαν στις εκτιμήσεις της Eurostat στα 4,3 εκατ. από 3,9 εκατ. το 2015, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 400.000 ασφαλισμένους που θα καταβάλλουν εισφορές.

Μειώνεται η κρατική χρηματοδότηση

Με άλλα λόγια, οι νέες δημογραφικές προβολές του 2018 αύξησαν τους ασφαλισμένους που καταβάλλουν εισφορές κατά 400.000 άτομα και τους συνταξιούχους κατά 95.000 άτομα. Έτσι, οι παρατηρούμενες αυξήσεις των συντάξεων χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τις εισφορές των εργοδοτών και των ασφαλισμένων, ενώ παράλληλα η κρατική χρηματοδοτική συμμετοχή μειώνεται σε σχέση με τις προηγούμενες αναλογιστικές μελέτες. Παράλληλα, η κρατική χρηματοδότηση μειώνεται στο 4% του ΑΕΠ, όταν το επιβαλλόμενο όριο από τους δανειστές προβλέπεται στο 7% του ΑΕΠ.

Με άλλα λόγια, από τη συγκριτική ανάλυση των δημογραφικών προβολών της Eurostat των ετών 2015 και 2018, και τις παραδοχές των αναλογιστικών μελετών του 2015 και του 2019, αναδεικνύεται με τον πιο σαφή τρόπο το εξής: εκχωρείται ο δημιουργούμενος δημοσιονομικός χώρος του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης στον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Στην πραγματικότητα, θα περίμενε κανείς, η κοινωνικο-ασφαλιστική στρατηγική και οι ασκούμενες πολιτικές στην Ελλάδα να επιδιώκουν τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου εντός του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης. Μάλιστα, αυτό θα επιτυγχανόταν αξιοποιώντας το περιθώριο της τάξης του 3% του ΑΕΠ για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μελλοντικών συνταξιούχων (της σημερινής νέας γενιάς των εργαζομένων), όσο και των σημερινών συνταξιούχων.

Ισχυρισμοί που δεν ευσταθούν

H στρατηγική αυτή επιλογή της οικονομικής πολιτικής επιτυγχάνεται διαμέσου της μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό γίνεται προς όφελος της μείωσης της φορολογίας εισοδημάτων των επιχειρήσεων και σε βάρος του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων. Κατά συνέπεια, στην προοπτική αυτής της επιλογής, οι ισχυρισμοί ότι το σημερινό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης στη χώρα μας δεν είναι αποτελεσματικό, επειδή δεν έχει κεφαλαιοποιητικά στοιχεία δεν ευσταθεί.

Αιτία είναι, πως η οικονομική λειτουργία του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης στη χώρα μας υποτάσσεται στη στρατηγική εκχώρησης δημοσιονομικού χώρου και διαρροής σημαντικού επιπέδου πόρων από το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης στον Κρατικό Προϋπολογισμό. Το προαναφερθέν συμβαίνει, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί, μεταξύ των άλλων, η μείωση της φορολογίας εισοδημάτων του κεφαλαίου, η απόκλιση του επιπέδου των φορολογικών εσόδων από τον μέσο όρο της ΕΕ κλπ.

Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί, ότι το 2009 οι φόροι στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν στο 27% του ΑΕΠ (65 δισ. ευρώ σε 237 δισ. ευρώ ΑΕΠ), το 2018 ήταν 30% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της μείωσης του ΑΕΠ. Το ίδιο έτος ο μέσος όρος των φόρων ήταν 35% του ΑΕΠ των κρατών-μελών της ΕΕ.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει, ότι στις συνθήκες αυτές υπονομεύεται σε ανησυχητικό βαθμό ο ρόλος, η ταυτότητα και ο χαρακτήρας του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης με τον μετασχηματισμό του σε δημοσιονομικό χώρο του κράτους και των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, όμως, υπονομεύεται και η αρχή της επάρκειας, όπως καθορίσθηκε από τις αποφάσεις (4/10/2019) του Συμβουλίου της Επικρατείας και νομοθετήθηκε από τον πρόσφατο νόμο (Ν.4670/2020, άρθρο 20-Εγγυητική ευθύνη του Κράτους) του Ασφαλιστικού.