Όλες οι προγραμματικές εξαγγελίες της κυβέρνησης επικεντρώθηκαν σε ένα και μόνο τομέα: την φορολογία.
Αλλά και εκείνα τα μέτρα μείωσης του φορολογικού βάρους, που ανακοίνωσε ο Κυρ. Μητσοτάκης, πρώτον: τελούν...
υπό την αίρεση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Δεύτερον: Είναι μέτρα πολύ ανεπαρκή και άτολμα. Τρίτον: Πολλά εξ’αυτών βρίσκονται σε λαθεμένη κατεύθυνση και τέταρτον: Ο μονομερής και άτολμος προσανατολισμός στην φορολογική πολιτική είναι αδύνατον να βγάλει την χώρα από την στασιμότητα, χωρίς την χρήση μίας συνολικής και συνεκτικής αναπτυξιακής πολιτικής, που είναι ανύπαρκτη.
Ο λόγος που η κυβέρνηση Μητσοτάκη επικέντρωσε τις εξαγγελίες της αποκλειστικά στο φορολογικό, δεν σχετίζεται μόνο με την υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση της οικονομίας και της κοινωνίας, ιδιαίτερα των πιο αδύνατων στρωμάτων μέσω ενός γιγάντιου ΦΠΑ, αλλά και γιατί και ίσως κυρίως γι’αυτό, η φορολογία είναι το μόνο σχεδόν οικονομικό εργαλείο, που οι κυβερνήσεις διαθέτουν μια σχετική αυτονομία εντός του ευρώ και της Ε.Ε, για να ασκήσουν οικονομική πολιτική
ΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ
Ο Κυρ. Μητσοτάκης στις προγραμματικές δηλώσεις του, ανακοίνωσε τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22% μεσοσταθμικά από φέτος τον Αύγουστο, με το πρώτο φορολογικό νομοσχέδιο που θα ψηφισθεί με τη διαδικασία του κατεπείγοντος.(!)
Σε οτι αφορά τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, αυτή γίνεται ένα χρόνο νωρίτερα. Παράλληλα, με το ίδιο νομοσχέδιο θα επέρχονται αλλαγές στη ρύθμιση των 120 δόσεων για οφειλές στο Δημόσιο, με βασικό στόχο, όπως ισχυρίστηκε ο πρωθυπουργός, να ενταχθούν σε αυτή περισσότεροι αλλά και να παραμένουν σε αυτήν. Αυτό υποτίθεται θα επιτευχθεί, πράγμα αμφίβολο, με την καθιέρωση μικρότερης ελάχιστης μηνιαίας δόσης, ευνοϊκότερα κριτήρια υπαγωγής και κίνητρα παραμονής στη ρύθμιση.
Αυτό, βεβαίως, που επιμελώς απέκρυψε ο πρωθυπουργός, είναι, ότι όσοι δεν θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν την ρύθμιση των 120 δόσεων, τότε δίνεται ανοιχτά το πράσινο φως στο δημόσιο να εκπλειστηριάσει την ακίνητη περιουσία τους.
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, στον προϋπολογισμό για το 2020 δεν θα διαταραχθεί η δημοσιονομική ισορροπία ούτε θα αμφισβητηθούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5%, πράγμα που καθιστά μάλλον αδύνατη την τήρηση των φορολογικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης, χωρίς την λήψη ισοδύναμων αντισταθμιστικών μέτρων, τα οποία θα πλήξουν κατά τεκμήριο τα μικρομεσαία εισοδήματα.
Στο φορολογικό νομοσχέδιο του Σεπτεμβρίου και στις δεσμεύσεις για το 2020, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε πως:
● Μειώνεται ο φόρος στις επιχειρήσεις στο 20% σε δύο φάσεις: τον Σεπτέμβριο θα ψηφισθεί η μείωση από το 28 στο 24% για τα εισοδήματα του 2019 και για τα μερίσματα από 10% στο 5%.
● Αναστέλλεται ο ΦΠΑ στην οικοδομή και ο φόρος υπεραξίας σε αγορές και πωλήσεις.
● Καθιερώνεται έκπτωση φόρου 40% στις δαπάνες για την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση των κτιρίων.
● Ο πρώτος φορολογικός συντελεστής για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ πέφτει από το 22% στο 9%, ενώ μειώνεται και ο ανώτατος.
● Καταργούνται σταδιακά η Εισφορά Αλληλεγγύης και το Τέλος Επιτηδεύματος.
● Σταδιακά μειώνονται και οι ασφαλιστικές εισφορές από 20% στο 15%, και ο ΦΠΑ περιορίζεται από το 13% στο 11% και από το 24% στο 22%.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ
Η πρώτη και κύρια παρατήρηση είναι, ότι τα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης πιθανότατα θα μείνουν στον αέρα, εξαιτίας των απαρέγκλιτων δεσμεύσεων της κυβέρνησης για υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5%. Γι’αυτό και η κυβέρνηση απέφυγε, για ευνόητους λόγους να δώσει κοστολόγηση και μάλιστα κατ’ έτος, των φορολογικών μέτρων που εξάγγειλε ο πρωθυπουργός.
Αυτά τα μέτρα κατά κύριο λόγο αφορούν διευκολύνσεις προς τις επιχειρήσεις και λιγότερο ανακουφίζουν τα μισθωτά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, αν και τα μέτρα μείωσης του φορολογικού βάρους των επαγγελματικών στρωμάτων ήταν απόλυτα αναγκαία και βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση.
Ειδικότερα οι σημερινές περιστάσεις απαιτούσαν για λόγους δικαιοσύνης και ανάπτυξης την πλήρη κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και την καθιέρωση φόρου πολύ μεγάλης ακίνητης περιουσίας.
Η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ μαζί με σειρά μέτρων τόνωσης της οικοδομικής δραστηριότητας π.χ δραστική επέκταση των σχεδίων πόλης με ένα νέο ευρύ πρόγραμμα χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων, θα τόνωνε δραστικά την ανάπτυξη, πράγμα που θα απέφερε μεγάλα φορολογικά και άλλα έσοδα στο δημόσιο, τα οποία ίσως και να αναπλήρωναν τις απώλειες του ΕΝΦΙΑ.
Η μείωση, επίσης, των συντελεστών του ΦΠΑ είναι ανεπαίσθητη και άτολμη. Αυτό που χρειαζόταν θα ήταν, σύμφωνα με την πρόταση Λαφαζάνη, η δραστική μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ με τον ανώτατο συντελεστή μονοψήφιο και μηδενικό συντελεστή για τα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, με ταυτόχρονη βαθιά αυστηροποίηση των ποινών για τη μη απόδοση του ΦΠΑ και αυτεπάγγελτες τις σχετικές διώξεις. Τα ποσά που θα συγκεντρώνονταν τότε, πιθανόν, να ήταν εφάμιλλα των υψηλών σημερινών συντελεστών και με επιπλέον κέρδη στην ανάπτυξη και στις θέσεις εργασίας.
Την ίδια ώρα η μείωση των συντελεστών φορολογίας των επιχειρήσεων, όταν η εφαρμογή τους δεν συνδέεται αναπόσπαστα με επενδυτική χρήση των φορολογικών ωφελειών είναι σχεδόν δώρο-άδωρο για την οικονομία, την ανάπτυξη και την μείωση της ανεργίας και διπλά επιζήμια για την κοινωνία, ενώ φουσκώνει κυρίως τις τσέπες των μεγαλομετόχων των επιχειρήσεων, οι οποίοι θα δουν, ταυτόχρονα, να μηδενίζεται σχεδόν, ο φόρος στα μερισματικά έσοδα.
Τέλος, επειδή το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας είναι δευτερευόντως φορολογικό και σχετίζεται κυρίως με τις τράπεζες, την ρευστότητα, τις δημόσιες παραγωγικές επενδύσεις, τον δημόσιο τομέα της οικονομίας, την νομισματική πολιτική, την εμπορική, την βιομηχανική, την αγροτική πολιτική κλπ κλπ, οι προγραμματικές δηλώσεις του Κυρ. Μητσοτάκη δεν κάνουν καμιά σχεδόν αναφορά σε αυτές τις πολιτικές και σε ένα συνολικό σχέδιο ανάπτυξης της χώρας, το οποίο προφανώς αλλά αλίμονο, εναποθέτουν στις αγορές και το ενδιαφέρον των ιδιωτών επενδυτών.
ΠΗΓΗ: iskra.gr