Οι Financial Times απέδωσαν το τραπεζικό «μίνι κραχ» στο Χρηματιστήριο στην ανησυχία των επενδυτών, ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν διαθέτουν τα αναγκαία κεφάλαια, για να πετύχουν τους φιλόδοξους στόχους, που έχουν θέσει ως προς την μείωση και κάλυψη των κόκκινων δανείων τους.
Το Bloomberg εστίασε στο δύσκολο εγχείρημα που καλείται να φέρει εις πέρας η Τράπεζα Πειραιώς: να αντλήσει έως το τέλος του έτους κεφάλαια 500 εκατομμυρίων ευρώ με νέο ομόλογο (όπως έχει δεσμευτεί στην ενιαία εποπτική αρχή [SSM]), εν μέσω του δυσμενούς και ασταθούς περιβάλλοντος που διαμορφώνουν στις αγορές οι ιταλικές αναταράξεις. Και, παραπλεύρως, επέλεξε να επισημάνει, πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν δει την κεφαλαιοποίησή τους (ήτοι, την χρηματιστηριακή τους αξία) να μειώνεται κατά 97% από το 2015, όταν ανέλαβαν την εξουσία ο «αριστερός ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας».
´Οση δόση αλήθειας κι εάν εμπεριέχουν οι δύο πρώτες επισημάνσεις, άλλη τόση καχυποψία εγείρει (στο κυβερνητικό στρατόπεδο τουλάχιστον) η πολιτική προέκταση, που δίνει το Bloomberg και η σύνδεση των αναταράξεων στις τραπεζικές μετοχές με την αριστερή διακυβέρνηση. Εξ ου και η αιχμηρή διαρροή χθες το βράδυ από το υπουργείο Οικονομικών, που τόνιζε, ότι «όπως κάθε φορά έτσι και τώρα ένα δημοσίευμα του Bloomberg προκάλεσε την υπερβολική αντίδραση των αγορών».
Πέραν της πολιτικής χροιάς, η αιχμή αφορούσε κυρίως προγενέστερο δημοσίευμα του Bloomberg, της περασμένης Παρασκευής, το οποίο εμμέσως πλην σαφώς προεξοφλούσε αδυναμία της Τράπεζας Πειραιώς να προχωρήσει στην έκδοση νέου ομολόγου έως το τέλος του έτους (ένα δημοσίευμα, από το οποίο άρχισε ένας χορός φημών και σεναρίων που οδήγησε στη χθεσινή καθίζηση των τραπεζικών μετοχών).
Αυτό το κλίμα και αυτά τα δεδομένα αποτυπώνει εν μέρει και η ανακοίνωση του Μαξίμου, σύμφωνα με την οποία «η κατάσταση οφείλεται σε κερδοσκοπικές πιέσεις», ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι ανάλογο είναι το μήνυμα που εκπέμπεται και από την πλευρά της Τράπεζας της Ελλάδας. Η εκτίμηση, δε, τόσο σε τραπεζικό όσο και πολιτικό επίπεδο είναι, πως επιχειρείται εκμετάλλευση της αστάθειας που διαμόρφωσε στις αγορές το ιταλικό ζήτημα, προκειμένου να πιεστούν οι ελληνικές τράπεζες και να δοκιμαστούν οι αντιστάσεις της ευρωπεριφέρειας.
Πέραν τούτων, ωστόσο, ο προβληματισμός είναι υπαρκτός και αποτυπώνεται τόσο στην έκτακτη σύσκεψη που συγκάλεσε χθες το βράδυ ο πρωθυπουργός στο Μαξίμου, όσο και στην επισήμανση ότι η κυβέρνηση βρίσκεται «σε διαρκή επικοινωνία και συνεργασία με το ΤΧΣ και την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών». Το γεγονός, άλλωστε, ότι η βουτιά στο χρηματιστήριο οδήγησε την απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου στο 4,41% θεωρείται σαφώς αρνητικό – πόσο μάλλον αφού η άνοδος ήρθε σε ημέρα αποκλιμάκωσης των ιταλικών αναταράξεων και αποδόσεων.
Επί της ουσίας της κατάστασης στον τραπεζικό κλάδο επίσης, είναι αληθές πως βρίσκεται σε κομβικό σημείο ο σχεδιασμός για την τελική διαχείριση των κόκκινων δανείων και της εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών, ενώ τη δική της σημασία έχει και η χθεσινοβραδυνή αναφορά του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη στις επιπτώσεις από την υπόθεση των εικονικών ισολογισμών της Follie Follie. «Η περίπτωση της Folli-Follie έκανε τεράστια ζημιά στην αξιοπιστία του χρηματιστηρίου και στην αξιοπιστία της ελληνικής επιχειρηματικότητας», είπε ο Γιάννης Δραγασάκης, προσθέτοντας μιας ακόμη κομβική διάσταση στην σύνθετη εικόνα του ελληνικού χρηματιστηρίου.
Για όλους αυτούς τους λόγους τα βλέμματα θα παραμείνουν στραμμένα, και σήμερα και τις επόμενες ημέρες, στο Χρηματιστήριο και τις τράπεζες, με κυβερνητικές πηγές πάντως να τονίζουν κατηγορηματικά, πως δεν υπάρχει κανένα ουσιαστικό ζήτημα με τις ελληνικές τράπεζες, και πως τα θεμελιώδη δεδομένα τόσο της οικονομίας όσο και του χρηματοπιστωτικού κλάδου δεν δικαιολογούν την ένταση της πίεσης στις μετοχές τους.
Σ’ αυτά τα θεμελιώδη δεδομένα, το Μαξίμου επεσήμανε «την ολοκλήρωση με επιτυχία των stress tests μόλις τον περασμένο Μάϊο, τους υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, την υπέρβαση του στόχου για τη μείωση των κόκκινων δανείων στο πρώτο εξάμηνο του 2018, την αύξηση των καταθέσεων σε μηνιαία βάση», καθώς και τη «σημαντικότατη μείωση του ELA».