Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Όποιος πιστεύει, ότι η διαπίστωση, πώς οι τράπεζες ήταν «πολύ μεγάλες για να αφεθούν να χρεοκοπήσουν», που αποτελούσε κοινό συμπέρασμα για εκατομμύρια πολίτες και πολιτικούς ακριβώς πριν δέκα χρόνια με αφορμή την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς, σήμαινε, ότι οι τράπεζες είναι καλύτερο πλέον να είναι μικρές, για να μην αναγκαστούμε να βάλουμε ξανά...
το χέρι στην τσέπη μάλλον πρέπει να το ξανασκεφτεί. Κατάλαβε λάθος!
Το μήνυμα που εξάγεται, δέκα χρόνια μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, είναι, ότι οι τράπεζες ακόμη κι αν δεν είναι, πρέπει να γίνουν μεγάλες δηλαδή ακόμη μεγαλύτερες, έτσι ώστε η διάσωσή τους να φαντάζει επιβεβλημένη. Προς επίρρωση, η παρότρυνση «ενωθείτε και μεγαλώστε, γιατί χανόμαστε», που επαναλαμβάνεται σχεδόν μονότονα από τους σημαντικότερους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες, οι οποίοι αποφασίζουν για την τύχη των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Διατυπώθηκε από τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Όλαφ Σολτζ, δίνοντας πιθανότατα το πράσινο φως για την συγχώνευση της Deutsche Bank και της Commerzbank, που αποτελούν σκιά του παλιού εαυτού τους εδώ και χρόνια. Ειδικότερα, μετά το πρόστιμο ύψους 14 δισ. δολ. που επέβαλε η αμερικανική δικαιοσύνη στην πρώτη ως τιμωρία για τις ευθύνες που είχε στη φούσκα της αγοράς ακινήτων. Η προτεραιότητα που έχει ένας νέος γύρος εξαγορών και συγχωνεύσεων στον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό τομέα επισημάνθηκε καθαρά σε συνέδριο της εφημερίδας Handelsblatt στο τέλος του Αυγούστου στη Γερμανία, όπου ο εκτελεστικός διευθυντής της Deutsche Bank δήλωσε, ότι η Ευρώπη «δε χρειάζεται τόσες τράπεζες, η Ευρώπη πρώτα και κύρια χρειάζεται ισχυρές τράπεζες»!
Μια φευγαλέα ματιά στις εξελίξεις στις ευρωπαϊκές τράπεζες την τελευταία δεκαετία δύσκολα εξηγεί την πρεμούρα των τραπεζιτών να διώξουν από την αγορά τις μικρές και ανίσχυρες τράπεζες, καθώς από το 2008 μέχρι το 2016, μέσα σε σχεδόν δέκα χρόνια, ο αριθμός των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Ευρώπη μειώθηκε κατά σχεδόν ένα τέταρτο: από 8.570 σε 6.648. Ο λόγος όμως για τον οποίο δεν αρκεί ακόμη κι αυτή η συρρίκνωση, φαίνεται καλύτερα, αν εξετάσουμε τις επιδόσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών σε διεθνές επίπεδο. Αν δηλαδή τις συγκρίνουμε με τους ανταγωνιστές τους. Τότε φαίνεται, ότι ο μεγάλος χαμένος της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 ήταν οι ευρωπαϊκές τράπεζες! Ενώ, οι αμερικανικές τράπεζες επέστρεψαν δριμύτερες και η Κίνα, για μια ακόμη φορά, κάλυψε το κενό που δημιουργήθηκε.
Χαρακτηριστικά, λοιπόν, ενώ στις δέκα μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, με βάση το ενεργητικό τους, το 2007 συμπεριλαμβάνονταν 7 ευρωπαϊκές, 2 ιαπωνικές και 1 αμερικανική, το 2017 συμπεριλαμβάνονται μόλις 3 ευρωπαϊκές, 2 αμερικανικές, 1 ιαπωνική και 4 κινέζικες! Η μειονεκτική θέση των ευρωπαϊκών τραπεζών αποτυπώνεται σε πολλά ακόμη στοιχεία. Για παράδειγμα, και σύμφωνα με τους Financial Times της Δευτέρας 17 Σεπτεμβρίου, ενώ οι πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες (HSBC, RBS, BNP Paribas, Barclays και Deutsche Bank) είχαν το 2007 από κοινού κέρδη ύψους 60 δισ. δολ. ή 20% υψηλότερα από την αμερικανική χρυσή πεντάδα (JP Morgan Chase, Bank of America, Citigroup, Morgan Stanley και Goldman Sachs), το 2017 η κατάσταση αντιστράφηκε πλήρως! Τα καθαρά κέρδη των ευρωπαϊκών ομίλων συρρικνώθηκαν πάνω από δύο τρίτα στα 17,5 δισ. δολ., σημαντικά πιο κάτω από τα κέρδη μόνο της JPMorgan που έφτασαν τα 24,4 δισ. δολ., ενώ η κεφαλαιοποίηση της ίδιας τράπεζας (380 δισ. δολ.) υπερβαίνει την αθροιστική κεφαλαιοποίηση των 5 μεγαλύτερων ευρωπαίων ανταγωνιστών της! Μεταξύ 2006 και 2016 οι 5 μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες στο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς κέρδισαν επιπλέον 6%, ενώ οι 5 ευρωπαϊκές έχασαν 4%. Η υπεροχή των αμερικανικών τραπεζών εκφράζεται κι εντός της Ευρώπης, όπου οι αμερικανικές τράπεζες στο πεδίο της επενδυτικής τραπεζικής διαθέτουν μερίδιο 50%, ενώ των ευρωπαϊκών 38%, σημαντικά χαμηλότερο από το 43% που ήταν αμέσως μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση.
Η υπεροχή των αμερικανικών τραπεζών εξηγείται εύκολα: Η ευρωστία της αμερικανικής οικονομίας από την μια, σε αντιπαραβολή με την παρατεταμένη καχεξία της ευρωπαϊκής από την άλλη, και οι ενιαίοι κανόνες που ισχύουν από τη δυτική μέχρι την ανατολική ακτή, σε αντίθεση με τον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής αγοράς εξηγούν το ευρωπαϊκό τραπεζικό παράδοξο. Δηλαδή, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει σε άλλους κλάδους από την αυτοκινητοβιομηχανία μέχρι τις ηλεκτρικές συσκευές, η τραπεζική αγορά να παραμένει εθνικά προσδιορισμένη και περιορισμένη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αυτό το καθήκον, της δημιουργίας μιας ενιαίας πανευρωπαϊκής αγοράς τραπεζικής, με ότι αυτό σημαίνει (στην πράξη την γερμανοποίηση του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κλάδου), θα είναι το σημαντικότερο έργο που έχει να επιτελέσει ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μέσα από μια σειρά αλλαγών που θα ωθούν σε αυτή την κατεύθυνση είτε άμεσα (αλλαγή κανονιστικού πλαισίου) είτε έμμεσα (αυστηροποίηση δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας).
Θα πρόκειται ωστόσο για μια εξέλιξη αρνητική για πολλούς λόγους: Επειδή θα προκαλέσει νέα μείωση στον αριθμό των απασχολουμένων τραπεζοϋπαλλήλων, που ήδη συρρικνώνεται ως αποτέλεσμα της επέκτασης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, κι επειδή, το σημαντικότερο, θα επιτείνει την αστάθεια στην οικονομία, όπως χαρακτηριστικά συνέβη το 2008, και την τάση στην κερδοσκοπία και την απόσπαση από παραδοσιακές και ξεπερασμένες υπηρεσίες, όπως η στήριξη και ο δανεισμός των επιχειρήσεων προς στήριξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους.
Έτσι όμως στρώνεται ο δρόμος για την επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση…
Πηγή: Νέα Σελίδα