Ένα χρόνο πριν, το ΟΧΙ γινόταν το λάβαρο της λαϊκής αντίστασης και μετατρεπόταν στο υπόγειο νήμα που θα ηλέκτριζε μια ολόκληρη κοινωνία.
Ήταν πιθανότατα η πιο μαγική στιγμή της σύγχρονης ιστορίας αυτού του τόπου, που έκανε την πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών να στυλώσει τα πόδια, να ορθώσει ανάστημα και να αψηφήσει τους εκβιασμούς, σπάζοντας έναν κύκλο φόβου.
Οι σεισμικές δονήσεις του έγιναν αντιληπτές σε όλη την Ευρώπη.
Ένα χρόνο μετά, παρά τις προσπάθειες των κομμάτων να το καπελώσουν και να το εκμεταλλευτούν, εκείνο παραμένει, σε πείσμα τους, ορφανό, περήφανο και δίχως ιδιοκτήτη. Και εντέλει ας το καταλάβουν. Το ΟΧΙ σιγοκαίει σαν βραδύκαυστο φιτίλι, που κανένας δεν προσέχει μέχρι τη στιγμή της έκρηξης.
Το ελληνικό δημοψήφισμα καταγράφεται ως η πιο πολωμένη στιγμή της μεταπολεμικής Ελλάδας, οι δέκα μέρες που χώρισαν την ήρα από το στάρι, οι δέκα μέρες στις οποίες άπαντες αναγκάστηκαν να πάρουν θέση, που φάνηκαν τα πραγματικά στρατόπεδα στα οποία χωρίζεται η κοινωνία. Από τη μία βρέθηκαν όλες και όλοι εκείνοι που δεν ήταν βολεμένοι, που είχαν βιώσει τα μνημόνια στο πετσί τους, που έβλεπαν το μέλλον τους όλο και πιο δυσοίωνο, που δεν άντεχαν άλλο μια χώρα που την κυβερνούν οι τραπεζίτες και οι γραφειοκράτες των Βρυξελών. Ήταν εκείνοι που ήθελαν επιτέλους να τρομοκρατήσουν τους τρομοκράτες των καναλιών, που διεκδικούσαν έννοιες ξεχασμένες, όπως δημοκρατία και αξιοπρέπεια. Ήταν όλοι και όλες που έσφιξαν τα δόντια γνωρίζοντας τις δυσκολίες, συνειδητοποιώντας όμως ταυτόχρονα ότι έχουν και τη δύναμη. Ήταν όλες και όλοι εκεί, οι λαϊκές συνοικίες του Πειραιά αλλά και οι αγρότες της Κρήτης, οι νεολαίοι της περιπλάνησης, αλλά και οι εργάτες, οι συνταξιούχοι και οι πιτσιρικάδες. Όλες και όλοι που στις 3 Ιούλη πλημμύρισαν το Σύνταγμα σε μια ενωτική κραυγή για δικαιοσύνη, που είχε να ακουστεί από τις μέρες των Ιουλιανών ή ακόμα πιο πίσω, από την Απελευθέρωση.
Απέναντί τους, συγκεντρωμένο και συνασπισμένο ό,τι σε αυτό τον τόπο σε κάνει να αισθάνεται ντροπή: ο εσμός του «Μενουμευρώπη», το διαχρονικό νήμα που από το «Βάστα, Ρόμελ» καταλήγει στο «Βάστα, Σόιμπλε», ένα δυσώδες κοκτέιλ λαμογιάς, βολέματος και υποτέλειας, σερβιρισμένο με έναν δήθεν ευρωπαϊκό προσανατολισμό σε κολονάτο ποτήρι.
Οι ημέρες αυτού του ΟΧΙ έμελλαν να είναι λίγες. Ήταν, άλλωστε, καταδικασμένο να μείνει ορφανό, προτού καλά-καλά εκστομιστεί. Ο Τσίπρας και η κυβέρνηση που το πρότειναν, παρακαλούσαν από μέσα τους να ηττηθεί και πανικοβλήθηκαν, όταν κατάλαβαν, ότι οι πολίτες αυτής της χώρας απαιτούσαν τη ρήξη, που εκείνοι ήθελαν να αποφύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Αυτές και αυτοί που το υπερασπίστηκαν, έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και μέσα σε αυτόν, δεν ήξεραν πώς να το διαχειριστούν, πώς να γίνει πράξη ακόμη και απέναντι στη συνθηκολόγηση του πρωθυπουργού. Ο κόσμος είπε ένα βροντερό ΟΧΙ, το οποίο εν μια νυκτί μεταλλάχθηκε σε ΝΑΙ από την ίδια την κυβέρνηση που υποσχόταν «πραγματική διαπραγμάτευση» και ρήξη. Ο ελληνικός λαός είδε τους ίδιους που τον καλούσαν σε ανυπακοή να υποτάσσονται, είδε όσους επέμεναν στο ΟΧΙ, να καταγγέλλουν, αλλά να μην τολμούν καν να ρίξουν την κυβέρνηση, έγινε μάρτυρας απίστευτων ταλαντεύσεων, με αποκορύφωμα τις εκλογές, όπου κατά βάση κλήθηκε να διαλέξει, ποιος θα διαχειριστεί το ΝΑΙ. Ενώ ο ίδιος είχε φωνάξει ΟΧΙ!
Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, το ΟΧΙ νίκησε και ηττήθηκε. Και όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, τη νίκη διεκδικούν πολλοί πατεράδες, την ήττα όμως κανείς. Ωστόσο, το ΟΧΙ παραμένει ορφανό. Δεν θα αμφισβητήσω ούτε τη βούληση, ούτε την ειλικρίνεια οποιουδήποτε ή οποιασδήποτε μιλάει στο όνομά του. Καλά κάνει. Μόνο που πολλές φορές θυμίζει «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις». Πολλές φορές η επίκληση του ΟΧΙ από διάφορους πολιτικούς σχηματισμούς θυμίζει νεκρολογία και μνημόσυνο. Καθώς φαίνεται, να αγωνιά, να καρπωθεί σε ψηφία, την ανάμνηση ενός γεγονότος που δεν είχε καμία σχέση με κοινοβουλευτικές εκλογές, παζάρια καρεκλών και θέσεων. Όποιος θέλει να επικαλείται το ΟΧΙ, καλά θα κάνει, να σταματήσει την παρελθοντολογία και να κάτσει να σκεφτεί, πώς όλος αυτός ο κόσμος σήμερα θα ανακτήσει το θάρρος του. Πώς θα ανακαλύψει ξανά την αυτοπεποίθηση και τη συλλογικότητα, αυτήν που έβρισκε μέρα με τη μέρα εκείνες τις δέκα μέρες του δημοψηφίσματος. Εκείνες τις δέκα μέρες που κάθε εμπόδιο που έμπαινε, κάθε απειλή (από τις κλειστές τράπεζες ως τα καταστροφολογικά σενάρια των καναλιών) η πλειοψηφία έβρισκε τρόπο, να το αντιμετωπίσει. Τρόπο που δεν τον είχε έτοιμο από πριν ή τουλάχιστον δεν τον είχε προκάτ. Από το θάρρος των γερόντων στις ουρές των ΑΤΜ να αντιμετωπίσουν τους δαιμόνιους ρεπόρτερ, μέχρι τις ωμές απειλές για κλειστές επιχειρήσεις και απολύσεις από τους επιχειρηματίες, ζήσαμε την προσπάθεια ενός ολόκληρου λαού να δώσει θάρρος ο ένας στον άλλον, να δείξει αλληλεγγύη, να αποδείξει, ότι είναι έτοιμος να το πάρει πάνω του.
Όποιος θέλει να «εκπροσωπήσει» το ΟΧΙ, πρέπει να ξεκινήσει από κει. Από την επινοητικότητα και το θάρρος, από τη θέληση εκείνων των ημερών. Από πού πήγαζαν αυτά, πώς ηττήθηκαν και πώς μπορούν να ξαναχτιστούν;
Κάποιος που θα δίνει όραμα και προοπτική στο σήμερα – και όχι λιβανίζοντας το χτες. Κάποιος που να μπορεί να εξηγήσει, χωρίς να μασήσει τα λόγια της/του, πώς, παρά τις δυσκολίες, θα μπορούσε να υπάρξει μια άλλη πορεία. Ιδίως σήμερα που άλλοι λαοί αποφασίζουν –και ορθά– να δραπετεύσουν, όπως έγινε με το βρετανικό δημοψήφισμα. Κάποιος που να κοιτάξει στα μάτια το λαό αυτής της χώρας και του πει, πώς μπορεί να φτιαχτεί ένα μέτωπο, που θα τους χωράει όλους μέσα, που θα αναζητήσει πολίτες-πρωταγωνιστές και όχι απλώς πελάτες και ψηφοφόρους.
Όμως, αυτό σημαίνει, ότι κανείς και καμία δεν θα αντιμετωπίζει το ΟΧΙ σαν χωράφι της/του, σαν το σήμα κατατεθέν της/του, σαν την ταυτότητά της/του, σαν την ταμπέλα της/του. Γιατί το ΟΧΙ, σήμερα βωβό και συχνά εκφρασμένο από σφιγμένα βλέμματα και σε ξεσπάσματα χωρίς συνέχεια, συχνά μπολιασμένο με απελπισία ή αγωνία, παραμένει ενεργό, σαν ένα βραδύκαυστο φιτίλι που κανένας δεν προσέχει μέχρι την ώρα της έκρηξης. Δεν ζητά ιδιοκτήτη, ούτε κομματική σημαία. Αναζητά λόγο και πράξη, σχέδιο και πρόταση, μονοπάτι και αφήγηση ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε αλλιώς. Χωρίς αυτολογοκρισίες για μια Ευρώπη που είναι, όπως και να το δει κανείς, φυλακή των λαών. Με σεμνότητα και ταπεινότητα, ανιδιοτέλεια και αυτοθυσία. Δεν αναζητά φιλοδοξία και αυταρέσκεια, δεν ψάχνει για σωτήρες, δεν διεκδικεί «εκπροσώπηση». Αναζητά μια συνωμοσία όχι της δραχμής ή του ευρώ, αλλά της ελπίδας που θα του δώσει ξανά μέλλον, ανάσα και όραμα.
Ένα χρόνο μετά, πολλοί προσπαθούν να μιλήσουν εξ ονόματος του ΟΧΙ, ή να το παρουσιάσουν ως παράδειγμα αφροσύνης. Καταρχάς τολμά να το επικαλείται ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, που καλούσε σε ΟΧΙ, αλλά ξεχνά ότι έκανε στροφή 180 μοιρών σε μια νύχτα. Η ΝΔ που πανηγυρίζει για την επικράτηση της «λογικής» της, αλλά ξεχνά, ότι η δική της πρόταση ηττήθηκε πανηγυρικά. Το Ποτάμι που θεωρεί ότι οι φτωχοί κάνουν λάθη και προτείνει «συμβούλιο σοφών» για να μας σώσει. Η Χρυσή Αυγή που, θέλοντας να παραπλανήσει για τον βαθιά φασιστικό χαρακτήρα της, παρίστανε την αντιστασιακή δύναμη, αλλά αποδείχτηκε η καλύτερη σύμμαχος των τελευταίων μνημονιακών κυβερνήσεων. Το ΠΑΣΟΚ που απλά προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ό,τι μπορεί για την επιβίωσή του. Το ΚΚΕ που δεν είχε καν το θάρρος να συμπορευτεί με μια γνήσια λαϊκή αντίδραση κατά της τρομοκρατίας και της φτωχοποίησης, αλλά επέλεξε τον συνήθη μοναχικό και περιχαρακωμένο δρόμο του.
Αυτές τις ημέρες καταγράφεται η προσπάθεια και των λοιπών δυνάμεων να «αναβιώσουν» το ΟΧΙ. Δεν τα καταφέρνουν και πολύ καλά βέβαια, γιατί δεν θέλουν να δουν το στοιχειώδες: ότι το ΟΧΙ δεν έχει ιδιοκτήτη. Δεν μπορούν να ξεφύγουν από τις μικροκομματικές τους σκοπιμότητες, ώστε να ενωθούν, έστω και προσωρινά, υπό τη σκέπη μιας παλλαϊκής –και εξ αυτού υπερκομματικής– στιγμής, που ήταν το ΟΧΙ.
Η Πλεύση κάνει συγκέντρωση στον Λυκαβηττό, για να σώσει το βράχο από την ιδιωτικοποίηση, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ πραγματοποιούν συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα, αλλά, προς Θεού, χωριστά για να μην μπερδευτούν… οι αντιμνημονιακές γραμμές και το πολυπληθές κοινό που θα κατακλύσει στην πρωτεύουσα, ενώ το ΚΚΕ καλεί γενικώς σε ανένδοτο κατά της κυβέρνησης, των μνημονίων, των τραπεζών, κατά της Πλεύσης, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, κατά του ΟΧΙ, κατά του ΝΑΙ και κατά όλων των λαϊκών αιτημάτων που διατυπώνονται από οποιονδήποτε άλλον πλην των masterminds του Περισσού. Κατά, γενικώς…
Και όσο συμβαίνουν όλα αυτά τα κωμικοτραγικά, όσο τα κόμματα αδυνατούν να γίνουν κοινωνοί των αυτονόητων, αλλά προσμένουν σε πρόσκαιρα εκλογικά κέρδη (που ούτως ή άλλως δεν θα επιτύχουν), ο Αλέξης Τσίπρας θα στρογγυλοκάθεται στο θρόνο του γκουρού της χειραγώγησης των μαζών και θα δίνει μαθήματα στους Ευρωπαίους, σχετικά με το πώς αλλάζουν τα αποτελέσματα ενός δημοψηφίσματος. Όχι σαν τα «κορόιδα» τους Βρετανούς που ψήφισαν Brexit και έχουν το θράσος να το τηρήσουν, στέλνοντας τον ενορχηστρωτή του Bremain, Ντέιβιντ Κάμερον, στο σπίτι του.
Στην τελική ας αποδεχτούμε το αυτονόητο. Το ΟΧΙ το ζήτησε ο Αλέξης Τσίπρας. Δεν έχει σημασία, γιατί και τι το ήθελε. Δεν έχει σημασία και ποιοι άλλοι βοήθησαν σε αυτό. Υπάρχουν πολλοί που αγωνίστηκαν για το ΟΧΙ περισσότερο και από τον Τσίπρα. Ο πολίτες όμως ψήφισαν συντριπτικά ΟΧΙ και του το παρέδωσαν. Αυτός το κέρδισε. Κι ας το έστειλε στον τάφο με τιμές και φανφάρες. Τέλος.
Όλοι οι υπόλοιποι, όσο κι αν προσπαθούν, ας γνωρίζουν, ότι το ΟΧΙ δεν είναι κανενός άλλου… Και δεν πληρώνει ΕΝΦΙΑ. Πουθενά.
Το φιτίλι σιγοκαίει. Όσο κι αν παριστάνουν ότι δεν το βλέπουν, η έκρηξη θα σκάσει στα μούτρα τους. Νομοτελειακά. Με έναν νέο πρωτότυπο τρόπο που θα σχετίζεται με το σήμερα και το αύριο και σίγουρα δεν θα μοιάζει με μνημόσυνο, έστω και κινηματικό…
Πηγή: Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος – «Unfollow»