Του Τάσου Κορωνάκη
Αν και οι περισσότεροι μπορούμε να συμφωνήσουμε στα βασικά στοιχεία της περιόδου που διανύουμε, θα κάνω πέντε σύντομες παρατηρήσεις.
1. Η εφαρμογή του μνημονίου από την...
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ επιβεβαιώνει αυτό που για χρόνια λέγαμε. Το μνημόνιο δεν είναι απλά ένα σύνολο μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα, αλλά ένα καθεστώς πειθάρχησης και βίαιης αναδιανομής. Το 3ο μνημόνιο έρχεται να ολοκληρώσει τα δύο προηγούμενα, να συνεχίσει την βαρβαρότητα στο κοινωνικό επίπεδο και τα όποια μέτρα του “παράλληλου” προγράμματος, δεν μπορούν ούτε στο ελάχιστο να αναστείλουν ή να αντισταθμίσουν την βασική του λειτουργία.
2. Η συνέχιση αυτής της βίαιης και επιθετικής, απέναντι στην κοινωνία, πολιτικής, και η ακύρωση της όποιας προσδοκίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, γεννά ήδη σημαντικές αντιστάσεις, αποσταθεροποιεί την κυβέρνηση, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο, ότι είναι ικανή σήμερα να μπλοκάρει την πολιτική της. Φαίνεται πιο πιθανό να πάμε σε μια αργόσυρτη φθορά της κυβέρνησης, που θα αναζητήσει, και είναι πολύ πιθανό να βρει, νέα κοινοβουλευτικά στηρίγματα, αν τα χρειαστεί, παρά να οδηγηθούμε σε εκλογές. Εξάλλου, είναι γνωστό, πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν έτοιμος από την περίοδο τον εκλογών να συμμαχήσει ακόμα και με το ΠΑΣΟΚ, στην περίπτωση που οι ΑΝΕΛ δεν θα εξασφάλιζαν την είσοδό τους στην Βουλή. Από την άλλη οι δανειστές δεν φαίνονται διατεθειμένοι να χάσουν την ευκαιρία, να κρατήσουν αυτή την κυβέρνηση όσο το δυνατόν περισσότερο, πιέζοντας και εκβιάζοντας συνεχώς για νέα μέτρα, επιτυγχάνοντας το μεγαλύτερο τμήμα των στόχων τους και οδηγώντας την δύναμη που τόλμησε να αμφισβητήσει το κυρίαρχο υπόδειγμα στην πλήρη ανυποληψία.
3. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της στάσης της κυβέρνησης απέναντι σε πρόσφυγες και μετανάστες, όπου αν και επιχείρησε μια πιο ανθρώπινη διαχείριση, εγκλωβισμένη στο πλαίσιο των εκβιασμών, υποχώρησε, αποδεχόμενη τις βασικές συντεταγμένες ενός σχεδίου που καμία σχέση δεν μπορεί να έχει με την Αριστερά. Καμία προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι αιτίες, που σπρώχνουν αυτούς τους ανθρώπους μακριά από τις χώρες τους, φράχτης στον Έβρο και σκληρή επιτήρηση στο Αιγαίο με πλήρη ανάπτυξη της Φρόντεξ και του ΝΑΤΟ, με ό,τι κινδύνους δημιουργεί αυτό, δηλαδή ανυπαρξία ασφαλούς περάσματος και σκληρός διαχωρισμός προσφύγων και μεταναστών χωρίς χαρτιά και απόλυτη αποδοχή των απελάσεων και των κλειστών κέντρων κράτησης. Και αυτό είναι το πιο θετικό σενάριο για την ελληνική κυβέρνηση, που διεκδικεί να εφαρμοστεί και δεν πείθει πως είναι επαρκές, την στιγμή που σε συνθήκες απουσίας του κράτους, εξελίσσεται ένα πρωτοφανές κύμα αλληλεγγύης της ελληνικής κοινωνίας.
4. Για να σταθούμε στοιχειωδώς στην παρούσα συγκυρία, χρειάζεται πρώτα από όλα να συνειδητοποιήσουμε, το μέγεθος της ήττας την οποία βιώνουμε και τους λόγους που φτάσαμε ως εδώ, με μια κυβέρνηση που ξεκίνησε ως αριστερή και κατέληξε να επιχειρεί καταφανώς αποτυχημένα να διαχειριστεί ηπιότερα την βαρβαρότητα μιας καταστροφικής και αδιέξοδης πολιτικής. Η ήττα αυτή θα ήταν κάτι απλό, αν αφορούσε μόνο τον κόσμο ο οποίος συμμετείχε στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά όσους από εμάς φέρουμε μεγάλη ευθύνη για την συγκεκριμένη εξέλιξη των πραγμάτων. Αφορά όμως όλη την πορεία των αγώνων ενάντια στα μνημόνια τα τελευταία χρόνια, με διαφορετικές ευθύνες φυσικά και η σκιά της τελικά πέφτει σε όλες τις συνιστώσες του αγωνιστικού κινήματος. Είναι αυτή η ήττα, που παροξύνει την κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην Αριστερά ειδικά και την πολιτική γενικά και κάνει ιδιαίτερα δύσκολη την θέση όσων σήμερα τοποθετούνται από τα Αριστερά στην αμφισβήτηση του μονόδρομου των μνημονίων. Αλλά πέρα από την μειωμένη αξιοπιστία μας, αυτή η κρίση εμπιστοσύνης δίνει ξανά χώρο στο «όλοι ίδιοι είναι», επιταχύνει τάσεις αντιπολιτικής που φτάνουν να εμφανίζουν δημοφιλέστερο πολιτικό αρχηγό τον Βασίλη Λεβέντη και δημιουργούν ένα εξαιρετικά εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη της ακροδεξιάς, πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο ταυτόχρονα με την προσφυγική κρίση που είναι σε εξέλιξη.
5. Η σημερινή δυσμενής κατάσταση όμως δεν φανερώνει μια ταυτόχρονη αποδοχή του κυρίαρχου μοντέλου. Δεν είναι ότι η κοινωνία αποδέχεται ορθολογικά τον νεοφιλελευθερισμό, τις μεταρρυθμίσεις του και τα μνημόνια ως λύση στα προβλήματά της, αλλά μόνο ως υποχρεωτική συνθήκη στον δεδομένο συσχετισμό δύναμης, ως μονόδρομο στον οποίο ειδικά μετά την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να δει αξιόπιστη εναλλακτική πολιτική. Αυτό είναι το βασικό επιχείρημα του ίδιου του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος συνεχίζει να παράγει κρίσεις, οι οποίες αν και είναι μη διαχειρίσιμες προς το παρόν, δεν φαίνεται να αμφισβητούν την παντοκρατορία του. Αυτό είναι και το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ που μέσα από μια πορεία διολίσθησης, συστημικής προσαρμογής και τελικά μετάλλαξης, αποδέχεται μαζί με τον μονόδρομο των μνημονίων και την κυρίαρχη αφήγηση για να βγούμε από την κρίση, μέσα από την πιστή εφαρμογή των μέτρων, που θα φέρουν την ανάπτυξη. Αυτή η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίζει τόσο το ελληνικό πολιτικό σκηνικό προς τα δεξιά, όσο όμως και την ίδια την Ευρωπαϊκή Αριστερά προς πολύ συντηρητικότερες θέσεις, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει, πως δεν αναπτύσσονται αντιστάσεις ή διαφορετικές απόψεις σε αυτή την πορεία.
Αν οι παραπάνω παρατηρήσεις συνιστούν το πλαίσιο που επικαθορίζει τη δράση μας, δεν είναι άλλη η δουλειά μας, από το να δημιουργήσουμε εκείνο τον συσχετισμό στο κοινωνικό επίπεδο, που θα εμφανιστεί και στο πολιτικό επίπεδο μετατρέποντας αυτό που σήμερα μοιάζει ανέφικτο, σε μαχητό σχέδιο για το αύριο.
Ξεκινάμε πάντα από τη μέση
Μετά από μια ήττα, όπως θύμιζε ο Μπενσαΐντ, σύμφωνα με τον Ντελέζ, δεν ξεκινάμε ξανά από την αρχή, αλλά ξεκινάμε πάντα από την μέση, με την προϋπόθεση ότι καταφέρνουμε να εξηγήσουμε αυτή την «επιτυχημένη» πορεία που μας οδήγησε στην ήττα και να μεταβολίσουμε γόνιμα και αυτοκριτικά αυτή την εμπειρία. Αυτοκριτική όμως δεν σημαίνει να πούμε πως απλά κάναμε πολλά λάθη, πράγμα προφανές ειδικά για κάποιους από εμάς, αλλά να προσπαθήσουμε να γίνουμε συγκεκριμένοι. Σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να απολογίσουμε αυτή την περίοδο, τόσο σε σχέση με το πολιτικό σχέδιο όσο και σε σχέση με το ίδιο το πολιτικό υποκείμενο που επιχείρησε να υλοποιήσει αυτό το σχέδιο.
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζεται αυτή την πορεία προς την κυβέρνηση, το εξάμηνο της διαπραγμάτευσης και τελικά τη συνθηκολόγηση ως μια πορεία όπου έγιναν όσα μπορούσαν να γίνουν και πως αυτή ήταν η καλύτερη δυνατή πορεία των πραγμάτων, εστιάζοντας συνήθως στο τελικό δεκαεφτάωρο, όπου οι εκβιασμοί ήταν τέτοιοι που δεν υπήρχε δυνατότητα μη υπογραφής. Αυτόν το μονόδρομο οφείλουμε να τον αμφισβητήσουμε. Όχι μόνο για λόγους αντιπολιτευτικούς ή πιστής καταγραφής της πραγματικότητας, αλλά τόσο για λόγους υπεράσπισης της Αριστεράς όσο και για να αναταχθεί το φρόνημα της κοινωνίας που πρέπει να πιστέψει ξανά πως υπάρχει και διαφορετικός δρόμος.
Αν όμως από την μία μεριά οι εκβιασμοί ήταν υπαρκτοί, από την άλλη κανείς δεν εκβίασε να είναι αυτή η κυβέρνηση που θα εγγυηθεί την πιστή εφαρμογή του τρίτου μνημονίου και την ολοκλήρωση των δύο προηγούμενων. Η σαφής επιλογή που έγινε, είναι η παραμονή στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το αν το περιεχόμενο της πολιτικής που θα εφάρμοζε, ήταν σε πλήρη σύγκρουση με αυτά για τα οποία είχε δεσμευτεί από την ίδρυσή του ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όσο δε αφορά στους εκβιασμούς, το ορθό ερώτημα δεν είναι αν ήταν υπαρκτοί, πράγμα που ο καθένας γνώριζε πως θα αντιμετωπίσει, πριν φτάσει στην κυβέρνηση, αλλά τι θα έπρεπε να είχε γίνει τους προηγούμενους έξι μήνες, άλλα και τα προηγούμενα χρόνια, ώστε η κυβέρνηση της Αριστεράς και η ελληνική κοινωνία να μπορούν να τους αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Τόσο όμως η τακτική να κερδηθεί χρόνος, που εξαντλούσε την οικονομία και χειροτέρευε την διαπραγματευτική θέση απομακρύνοντας την τελική έκβαση της διαπραγμάτευσης από το αποτέλεσμα των εκλογών, όσο και η αδυναμία ή η ατολμία να προετοιμαστεί η χώρα για μία πραγματική σύγκρουση, δημιούργησαν όρους αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Μια τακτική καλών προθέσεων που προσπαθούσε να χτίσει συμμαχίες με τα θηρία κυριολεκτικά πατώντας σε κινούμενη άμμο, όπως αυτά εμφανίστηκαν με τον μη έλεγχο των τραπεζών, την αποδοχή να μην γίνονται μονομερείς ενέργειες, όπως η πολλαπλά αποφασισμένη σε κομματικά όργανα επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και η αποδοχή της συμφωνίας της 20ής Φλεβάρη και της λίστας μεταρρυθμίσεων που την ακολούθησε, έδωσαν στους δανειστές την εικόνα ότι πέρα από τα μεγάλα λόγια, η κυβέρνηση ήταν εκβιάσιμη, και με μια πολιτική ασφυξίας, η διαπραγμάτευση θα κατέληγε στο επιδιωκόμενο για αυτούς αποτέλεσμα, όπως και έγινε.
Παράλληλα, η επιλογή να μην ανοίγουν πολλά μέτωπα ταυτόχρονα, αλλά να αφιερωθεί όλη η κυβερνητική προσπάθεια στο πεδίο της διαπραγμάτευσης, δεν κατάφερε να δώσει πραγματικά δείγματα γραφής, πέρα από κάποιες συμβολικές κινήσεις τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησης, σε μια κοινωνία που περίμενε διαφορετικό στίγμα τόσο στο περιεχόμενο όσο και στον τρόπο άσκησης πολιτικής. Αυτό βέβαια συνεχίστηκε και μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη, οπότε όπως και για την συνολική διαπραγμάτευση δεν μπαίνει μόνο θέμα προτεραιοτήτων, αλλά αν υπήρξε τελικά ποτέ η βούληση στα τμήματα που σήμερα αποτελούν τον ηγετικό πυρήνα κόμματος και κυβέρνησης για ένα τελείως διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης και συμμετοχής της κοινωνίας στο σχεδιασμό και τις αποφάσεις.
Παρόλα αυτά, για να επανέλθω, η μάχη της διαπραγμάτευσης αυτού του πρώτου εξαμήνου δημιούργησε πρωτοφανείς συνθήκες πολιτικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, με αποκορύφωμα την στιγμή του δημοψηφίσματος. Και αν είναι αλήθεια, πως το δημοψήφισμα, λανθασμένα θα πω σήμερα, δεν έβαλε το ζήτημα της σύγκρουσης μέχρι τέλους, παρόλα αυτά το τεράστιο ποσοστό που στήριξε το «όχι» μέχρι την κάλπη, αντιστεκόμενο σε θεούς και δαίμονες, μαζί με την ελπίδα για ένα διαφορετικό μέλλον, έπαιρνε και ένα ρίσκο, ότι τα πράγματα μπορεί να πήγαιναν στραβά με άμεσες συνέπειες στην ζωή του. Αυτή την ελπίδα αλλά και το ρίσκο τελικά πρόδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ευθύνες κάποιων από εμάς είναι τεράστιες και είναι σίγουρο πως θα μας ακολουθούν για χρόνια.
Δεν είναι όμως μόνο τακτικά τα λάθη που μας οδήγησαν στη συνθηκολόγηση, ούτε αφορούν μόνο τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης. Είναι όσα έγιναν (και δεν έγιναν) και αποτέλεσαν αυτό που ονομάζω διολίσθηση από το 2012 ως το 2015 σε μια πορεία όπου το πάθος για να τερματίσουμε αυτή την πολιτική μετατράπηκε σε κυβερνητισμό. Είναι σε αυτή την πορεία, που ο λόγος άρχισε να λειαίνεται, η σύγκρουση να εξαφανίζεται από την οπτική μας και να χτίζεται ένα αφήγημα, πως με το δίκιο μας και την δημοκρατία θα πείσουμε τους δανειστές σε μια απόλυτα ομαλή εναλλαγή στην κυβέρνηση. Αυτή η πορεία χαρακτηρίστηκε τελικά και από τον λαϊκισμό στο περιεχόμενο του λόγου μας, που έχτιζε συμμαχίες τάζοντας, χωρίς όμως να λέει από πού θα αντληθούν οι αναγκαίοι πόροι, και από τον αρχηγισμό ως μοντέλο λειτουργίας του κόμματος. Η μόνη μας έγνοια ήταν η ταχύτερη έλευσή μας στην κυβέρνηση και ακόμα και όταν αυτό γινόταν με καλές προθέσεις, είναι βέβαιο πια, πως δεν αποτελούσε προτεραιότητα η προετοιμασία της κοινωνίας για μια δύσκολη περίοδο, όπου η οργάνωσή της θα αποτελούσε όρο επιτυχίας ή όχι, αλλά μετατράπηκε όλο το κόμμα σε προπαγανδιστικό μηχανισμό και φυσικά δεν ήταν πια τα κινήματα συμμέτοχα σε ένα μεγάλο σχέδιο ανατροπής, αλλά περάσαμε από την κοινωνική δράση στην ανάθεση της λύσης στο πολιτικό χάνοντας πολύτιμα στοιχεία ενός πραγματικού σχεδίου ανατροπής.
Αυτή η πορεία, από την ανάδειξη σε αξιωματική αντιπολίτευση μέχρι την συνθηκολόγηση, χαρακτηρίστηκε στην καλύτερη περίπτωση, για όσους δεν θεωρούσαν τον συμβιβασμό και μια πιο ήπια διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού ως βέλτιστη λύση από την αρχή, από μια αφελή γραμμή που παραγνώριζε τις πραγματικές δυσκολίες, είτε υποστήριζε την παραμονή στο ευρώ, είτε όμως και την έξοδο και την υιοθέτηση ενός εθνικού νομίσματος, θεωρούσε ως φυσιολογική την ανάθεση του κοινωνικού στο πολιτικό για να δώσει λύση στην κρίση, παρέμεινε εγκλωβισμένη σε έναν αστικό τρόπο άσκησης πολιτικής, με πολλά στοιχεία προχειρότητας και ανοργανωσιάς και θεωρούσε πως μέσα από μια κατάλληλη επικοινωνιακή πολιτική και αποκλειστικά δια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα μπορούσε να αλλάξει την Ευρώπη και να σπάσει τα δεσμά των δανειστών.
Όλη αυτή η γραμμή χαραζόταν με τρόπο αντιφατικό σε πολλαπλά κομματικά και κοινοβουλευτικά κέντρα, όπου στην ουσία δεν υπήρχε καμία συλλογική λειτουργία, αλλά κύκλοι γύρω από τον πρόεδρο, δυνάμεις και κέντρα εξουσίας, τάσεις και πρόσωπα, σε μια λογική που θύμιζε περισσότερο λόμπινγκ, διαπραγματεύονταν με τον πρόεδρο, ενώ ελάχιστοι είχαν πλήρη γνώση των όποιων δεδομένων αλλά και των όποιων σχεδιασμών. Τέλος τα κομματικά όργανα και η συζήτηση σε αυτά είχαν ένα προσχηματικό χαρακτήρα και η συζήτηση στη βάση εξαντλούνταν στις αντιπαραθέσεις κομματικών στρατών. Όλα αυτά όμως σε συνθήκες πρωτόγνωρες, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ αμφισβητούσε το κυρίαρχο παράδειγμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και χτυπιόταν από ΜΜΕ, κυβέρνηση και δανειστές με εκκωφαντικό τρόπο.
Πολλά από τα παραπάνω ήταν εμφανή και η ευθύνη όσων όχι μόνο δεν τα σταματήσαμε, αλλά ενσωματωθήκαμε και ως ένα βαθμό τα υπηρετήσαμε κόντρα σε όσα πιστεύαμε, είναι μεγάλη. Μοναδική, αλλά όχι ικανοποιητική δικαιολογία, είναι η πίεση και η ευθύνη που απλωνόταν σε όλα τα στελέχη του κόμματος, από το μεγάλο σχέδιο που θα επανέφερε την δικαιοσύνη και την δημοκρατία, η πίεση από μια κοινωνία που ασφυκτιούσε, οι εθελόδουλες κυβερνήσεις δυνάστες που διαδέχονταν η μία την άλλη και μια συνθήκη κοινωνικού πολέμου που έκανε πολλούς από μας να μην αντιδρούμε τουλάχιστον δημόσια, για να μην τραυματίσουμε το κόμμα και αυτήν την προοπτική της μεγάλης αλλαγής και να πιστεύουμε, πως ένα αριστερό κόμμα όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κόσμος του, θα κατάφερνε τελικά μέσα από την κομματική διαδικασία να μην υποταχθεί. Αλλά η ίδια η συνθήκη της κυβέρνησης στην οποία δεν δώσαμε την πρέπουσα σημασία, άλλαζε τους όρους της λειτουργίας, υποβάθμιζε τον ρόλο του κόμματος, επικουρούμενη και από την μεταφορά του εμπείρου δυναμικού προς την κυβέρνηση και διευκόλυνε την επικράτηση των πιο συμβιβαστικών και διαχειριστικών γραμμών στο εσωτερικό μας. Ίσως το πιο μεγάλο λάθος είναι αυτές οι μάχες που δεν δώσαμε όταν έπρεπε, αλλά και μια σειρά από λάθος επιλογές, πιστεύοντας ανόητα και ίσως και ναρκισσιστικά πως καταλαμβάνοντας κρίσιμες θέσεις στον κομματικό μηχανισμό, θα αποτρέψουμε τελικά αυτό που ονομάζουμε συστημική προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ και τελικά αποδοχή του TINA (There Is No Alternative).
Η αναγκαία ρήξη με την Ευρωζώνη
Αυτό που υπήρξε όμως πραγματική διάψευση για κάποιους από εμάς και μας οδηγεί σήμερα σε μια συνολική πολιτική αυτοκριτική επανατοποθέτηση, έχει να κάνει με την θέση μας απέναντι στην Ευρωζώνη και την ΕΕ. Χωρίς ποτέ να πιστεύαμε πως ήταν παράδεισος, η πραγματικότητα μάς έδειξε, πως η παραδοσιακή αντίληψη περί προνομιακού πεδίου και πάλης εντός για την μεταβολή των συσχετισμών ήταν περισσότερο μια εγκεφαλική κατασκευή παρά ένα σχέδιο. Και αν πραγματικά πιστεύεις (όπως αναφέραμε σε σειρά αποφάσεων), πως τελικά οφείλεις να βάλεις την κοινωνία πάνω από τους δανειστές, μπορεί να χρειαστεί η σύγκρουση να οδηγήσει στην ρήξη και την έξοδο και σε κάθε περίπτωση πρέπει να είσαι έτοιμος για αυτό.
Αν κάτι αποδείχτηκε από την εξάμηνη διαπραγμάτευση, είναι πως το ευρώ είναι κάτι πολύ παραπάνω από νόμισμα, είναι κάτι παραπάνω και από πρόγραμμα λιτότητας. Είναι ένας μηχανισμός επιβολής πολιτικής που μέσω και της διασύνδεσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μπορεί να ελέγχει αποτελεσματικά μια συμβατική κυβέρνηση μιας χώρας. Ένας ανελαστικός μηχανισμός, ανεπηρέαστος από τον συσχετισμό στην κάθε χώρα, ειδικά αν μιλάμε για μια μικρή χώρα. Δεν μπορεί λοιπόν η Αριστερά παρά να είναι υπέρ της διάλυσης αυτού του νεοφιλελεύθερου μηχανισμού επιβολής. Και μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να αποδεχτεί τον νεοφιλελευθερισμό περιμένοντας την αλλαγή των συσχετισμών στην Γερμανία, την Γαλλία και την Αμερική. Μια αριστερή κυβέρνηση που θα επιχειρήσει να εφαρμόσει ένα σχέδιο αναδιανομής εισοδημάτων και εξουσιών θα έρθει αναγκαστικά σε σύγκρουση, αναλαμβάνοντας ενδεχομένως να θέσει η ίδια σε εφαρμογή το σχέδιο της διάλυσης της Ευρωζώνης και αν χρειαστεί και της ΕΕ μέσα από την έξοδό της, μιας και η διάλυση δεν θα έρθει ποτέ αυτόματα, παρά μόνο αν το επιλέξουν οι αντίπαλοι, και τότε θα έρθει με τους όρους τους, δηλαδή πάλι ως καταστροφή για τους λαούς.
Ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να σημαίνει βέβαια την επιστροφή μας σε λύσεις εθνικών ανταγωνισμών, αλλά οφείλουμε να διατυπώνουμε τη θέση της ρήξης, της διάλυσης και της εξόδου αν χρειαστεί, ως ένα ευρωπαϊκό σχέδιο για την Αριστερά και τα κινήματα της Ευρώπης με στόχο την απελευθέρωσή τους από ένα μηχανισμό άρσης της λαϊκής κυριαρχίας και επιβολής του νεοφιλελευθερισμού: ως ένα ευρωπαϊκό σχέδιο διάλυσης των συγκεκριμένων μηχανισμών που θα στοχεύει στην αναγκαία σε περιφερειακό επίπεδο συνεργασία των λαών, υπό συνθήκες όμως δημοκρατίας.
Η αναγκαία ρήξη και η προετοιμασία για την έξοδο από την Ευρωζώνη και ίσως και την ΕΕ σε τίποτα όμως δεν σημαίνει πως τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα, αλλά αντίθετα, για να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη του ΣΥΡΙΖΑ, σημαίνει ότι η σύγκρουση θα πάρει ακραίες διαστάσεις. Έτσι, ένας νέος συνασπισμός εξουσίας όπου θα μετέχουν τόσο η Αριστερά όσο και τα κινήματα θα έχει ένα πολύ δύσκολο έργο επιχειρώντας να παραγάγει ένα συσχετισμό στο κοινωνικό επίπεδο με όρους αυτοοργάνωσης και κοινωνικής αντιεξουσίας, προετοιμαζόμενος για μια τέτοια σύγκρουση και θα εμφανιστεί στο πολιτικό επίπεδο διεκδικώντας μαζί με την κοινωνία να ανοίξει ένα νέο δρόμο.
Αν όλα αυτά φαντάζουν μακρινά και δύσκολα, δεν είναι η πρώτη φορά που η Αριστερά βρίσκεται σε δυσμενή θέση και ούτε αυτό μπορεί να αποτελεί δικαιολογία. Δεν είχαμε καλομάθει εξάλλου τις δεκαετίες που προηγήθηκαν στους ευνοϊκούς συσχετισμούς. Αν θέλουμε να μιλάμε στα σοβαρά, αυτό σημαίνει, ότι η Αριστερά είναι για τα δύσκολα και όχι Αριστερά για την εφαρμογή των μνημονίων, την υποταγή σε όποιο πλαίσιο εκβιασμών και τελικά μια Αριστερά που μετατρέπεται σε χρήσιμο διαχειριστή του νεοφιλελευθερισμού σε καιρούς κρίσης.
Το άλλο μισό του δρόμου
Τα παραπάνω όμως αποτελούν μόνο το σημείο από το οποίο ξεκινάμε, το μέχρι την μέση δηλαδή, και λογίζονται ως προσπάθεια απολογισμού που οφείλουμε να συζητήσουμε ανοιχτά και συντροφικά, ώστε να ψηλαφήσουμε, τι επέτρεψε την συγκεκριμένη πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, τι λάθη κάναμε και με ποια δεδομένα ξεκινάμε για το από εδώ και πέρα.
Ίσως όμως το άλλο μισό, σύμφωνα με αυτά, να προϋποθέτει και έναν διαφορετικό δρόμο για το από εδώ και πέρα. Με δεδομένη την συνθήκη της ήττας που βάζει ερωτηματικά για (και σε) όλους και όλες μας, με δεδομένη την ανάγκη για μια νέα Αριστερά, ίσως θα ήταν καλύτερο, να μην ξεκινήσουμε ξανά από το πολιτικό υποκείμενο, από την προσπάθεια να φτιάξουμε ένα καινούργιο ΣΥΡΙΖΑ σπρωγμένοι από την ανάγκη της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, με τον κίνδυνο να βρεθούμε μπροστά στα ίδια προβλήματα και σε ένα κακέκτυπο του παρελθόντος. Ούτε η κοινωνία είναι έτοιμη και απλά μας περιμένει για να μας αγκαλιάσει ως την πολιτική λύση σε όσα βιώνει, ούτε όμως και μια γραμμή σκληρής πρωτοπορίας φτάνει,, για να πάει τα πράγματα μπροστά. Χρειαζόμαστε μια ισχυρή νέα Αριστερά, με μαζική απεύθυνση και δράση μέσα στην κοινωνία, που θα δείχνει ότι καταλαβαίνει τι έχει συμβεί, μαθαίνει από τα λάθη της, και δεν περιμένει στην γωνία να περάσει η μπόρα, αλλά ανοίγει στο σήμερα το σχέδιο και την δράση της επιχειρώντας να απαντήσει από τώρα, σε συνθήκες βέβαια πραγματικά αντίξοες.
Για να ανοίξουμε όμως μια τέτοια συζήτηση, το σίγουρο είναι πως χρειαζόμαστε κοινούς τόπους-χώρους και η ανάγκη αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί από κείμενα συνυπογραφών κοινής δράσης, σποραδικές πρωτοβουλίες για αναγκαίες κινητοποιήσεις και κάποιες εκδηλώσεις με τον τάδε ή τον δείνα εκπρόσωπο. Χρειαζόμαστε την κοινή δράση, ως πρώτη προϋπόθεση για να αναταχθεί το ηθικό του κόσμου, ως πρώτο όρο για να ξαναβρεθούμε όχι όμως σε κλειστά γραφεία μαλώνοντας για διατυπώσεις, αλλά μέσα στους ίδιους τους κοινωνικούς χώρους, στη δουλειά και την γειτονιά. Από εκεί να ξεκινήσουμε, από πρωτοβουλίες για τα μέτωπα της περιόδου που θα ανοίγουν στον κόσμο της Αριστεράς και στην κοινωνία, για να απαντήσουμε στο ασφαλιστικό και τους πλειστηριασμούς, για να δείξουμε την έμπρακτη αλληλεγγύη μας στους πρόσφυγες, αλλά και την αντίθεσή μας στους ευρωνατοϊκούς σχεδιασμούς.
Κι αν η κοινή δράση είναι το πρώτο βήμα, η ανοιχτή συζήτηση για τον απολογισμό, αλλά κυρίως για τις εναλλακτικές που θα αμφισβητήσουν τους νεοφιλελεύθερους μονόδρομους, για τα στοιχεία ενός πραγματικού σχεδίου σύγκρουσης, ενός σχεδίου κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά και η συζήτηση για το μοντέλο οργάνωσης, λειτουργίας και δράσης ενός νέου πολιτικού υποκειμένου της Αριστεράς που θα ανταποκρίνεται σε αυτό το σχέδιο, μας είναι εξαιρετικά αναγκαία. Μια τέτοια συζήτηση όμως δεν την εννοούμε κυρίως με όρους τεχνοκρατικούς, αλλά βουτώντας ξανά στην ιδεολογία και αναζητώντας ένα σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού που δεν θα έχει την υπέρβαση του καπιταλισμού μόνο ως στόχο, αλλά θα δοκιμάζεται από σήμερα στις θέσεις μας, στις σχέσεις και στις δράσεις μας. Όταν ακόμα και τα πιο αμυντικά αιτήματα μας θέτουν ξανά και ξανά το αίτημα ύπαρξης μιας συνολικής εναλλακτικής πρότασης, ενός χειραφετητικού δηλαδή σχεδίου που θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως το αίτημα για την κομμουνιστική ουτοπία, χρειαζόμαστε ένα σχέδιο άμεσο, μεταβατικό και μακροπρόθεσμο, που θα ανιχνεύει και θα ορίζει κατευθύνσεις για τον ρόλο του κράτους και του δημοσίου, το χρηματοπιστωτικό σύστημα, την εργασία και την ιδιοκτησία, την έννοια των κοινών αγαθών και την οικονομία των αναγκών, τον κοινωνικό έλεγχο και την αυτοδιαχείριση, την ανάπτυξη με όρους κοινωνικού οφέλους, αλλά και μια νέα σχέση με τη φύση. Ένα σχέδιο που η εφαρμογή του στο σήμερα θα δείχνει κιόλας το αύριο.
Σε αυτή την κατεύθυνση πήραμε ως Δικτύωση την πρωτοβουλία να συναντηθούμε με την ΛΑΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για να συζητήσουμε τόσο τις δυνατότητες κοινής δράσης, όσο και τη δυνατότητα μιας μεγάλης συνάντησης πολιτικών και κοινωνικών συλλογικοτήτων και οργανώσεων που θα συζητήσουν οργανωμένα τη δυνατότητα συγκρότησης ενός αξιόπιστου αντικαπιταλιστικού ανταγωνιστικού σχεδίου απέναντι στα μνημόνια και τον νεοφιλελευθερισμό. Ίσως αυτή η διαδικασία, που θα ξεκινάει από την κοινή δράση και την συζήτηση για το σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού για να βρει συγκλίσεις και αποκλίσεις, να είναι πιο γόνιμη από το να χτίσουμε πιεσμένοι από την συγκυρία ένα πολιτικό υποκείμενο ξανά με σαθρά θεμέλια. Ας δοκιμάσουμε ο καθένας και η καθεμιά από την πλευρά του να ακούσουμε και να μάθουμε από τον άλλο και την άλλη, ας ανοίξουμε αυτή τη διαδικασία πλατιά στον κόσμο της Αριστεράς και μόνο να κερδίσουμε, θα έχουμε.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω ξανά το rproject και το Κόκκινο Δίκτυο τόσο εκ μέρους της Δικτύωσης, γιατί αποτέλεσε την αφορμή να βρεθούμε σε μια εκδήλωση, αποκαλύπτοντας ξανά ότι μας ενώνουν περισσότερα από όσα μας χωρίζουν, όσο και προσωπικά, γιατί αποτέλεσε αφορμή να γραφτεί και αυτό το κάπως συνολικό από την πλευρά μου κείμενο. Πολλά βέβαια είναι αυτά που έχουν να ειπωθούν ακόμα για αυτή την τόσο πυκνή περίοδο, αλλά αν και μια τέτοια ανασκόπηση είναι επώδυνη, πιστεύω και ελπίζω πως είναι και χρήσιμη.
*Τα βασικά στοιχεία του κειμένου αποτέλεσαν τον πυρήνα της παρέμβασής μου στην εκδήλωση του Κόκκινου Δικτύου και του Rproject, στις 29/2 στην ΕΣΗΕΑ.
Πηγή: Rproject