Του Στέλιου Ελληνιάδη
Όταν μπεις στο σύστημα για τα καλά, δεν θέτεις ερωτήματα που οι απαντήσεις τους μπορεί να αμφισβητήσουν την πορεία σου και τις επιλογές σου.
Προχθές, σε ένα στρογγυλό τραπέζι στο BBC, ένας από τους συμμετέχοντες, από μια «δεξαμενή σκέψης», υποστήριζε...
με κατηγορηματικό τρόπο, ότι είναι λάθος, να προσπαθούμε να αποδώσουμε ευθύνες στη Δύση για τις δράσεις των καμικάζι του Ισλαμικού Κράτους. Η Δύση δεν έχει καμία ευθύνη, ούτε τους προκάλεσε ούτε τους υπέθαλψε, έλεγε με στόμφο. «Η μόνη αλήθεια είναι, ότι οι ισλαμιστές μισούν το δυτικό τρόπο ζωής, γι’ αυτό μας επιτίθενται με τρομοκρατικές ενέργειες». Τελεία και παύλα. Με βεβαιότητα και χωρίς περιθώρια για αντίκρουση. Και, πράγματι, κανένας από τους συνομιλητές του δεν αντέδρασε, γιατί αυτή είναι η θέση που οφείλει να έχει κάθε δυτικός αξιωματούχος ή πολίτης, που απολαμβάνει τα αγαθά της ευημερίας, το δυτικό «τρόπο ζωής». Δηλαδή, δεν υπάρχει προηγούμενο που οδηγεί στο επόμενο. Οι στοιχειώδες κανόνες της λογικής δεν ισχύουν στην προπαγάνδα. Δεν υπάρχει σύνδεση των σημερινών γεγονότων με τα προηγούμενα, η πραγματικότητα αρχίζει από το σημείο που συμφέρει εμάς, που ταιριάζει στη δική μας αφήγηση.
Αυτοί οι προπαγανδιστές δεν έχουν ακούσει για το αίτιο και το αιτιατό. Όλη η φαιά ουσία, από τον Πυθαγόρα και τον Αριστοτέλη μέχρι τον Καντ, τον Έγκελς και τον Μαρξ, απουσιάζει από τη σύγχρονη πολιτική σκέψη της δυτικής ηγεμονικής κουλτούρας. Και δεν εξεγείρει ούτε τους Ευρωπαίους διανοούμενους, αυτός ο τρόπος θεώρησης των πραγμάτων που διαπνέει τη «λογική» των αρχουσών τάξεων και των υποτακτικών τους. Αφήστε τα αίτια.
Τα θέμα δεν είναι να βρούμε, πώς φτάσαμε ως εδώ και πώς θα διορθώσουμε τις γενεσιουργές αιτίες. Το θέμα είναι, ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα και τα σπασμένα θα τα πληρώνει εσαεί ο εργαζόμενος, ο μικρός και ο μεσαίος κι όταν πρόκειται για λαούς και χώρες οι αδύναμοι και ενδοτικοί, αλλά και οι απείθαρχοι και ανυπότακτοι. Γι’ αυτό μην κοιτάτε πίσω από τα Μνημόνια. Εφαρμόστε τα χωρίς να γυρίζετε πίσω το κεφάλι, γιατί εάν το κάνετε, κινδυνεύετε να πάθετε χειρότερα, σαν τη γυναίκα του Λοτ που έγινε στήλη άλατος.
Δεν υπάρχουν ευθύνες των διοικήσεων, των κυβερνήσεων, των τραπεζιτών, των ολιγοπωλίων, των εντολοδόχων. Ευθύνες έχουν μόνο οι πολίτες. Οι φτωχότεροι πρώτοι, αλλά κι αυτοί που βελτίωσαν τους όρους ζωής τους, που είχαν συντάξεις, που είχαν δουλειά, που είχαν επιχειρήσεις, που αγόραζαν αυτοκίνητα και έφτιαχναν εξοχικά ή ανακαίνιζαν το πατρικό τους σπίτι στο χωριό, που διασκέδαζαν και πήγαιναν ταξίδια στο εξωτερικό, που πλήρωναν φόρους, που έπαιρναν δάνεια, που σπούδαζαν παιδιά, ό,τι δηλαδή θεωρείται θεμιτό και ενταγμένο στο σύστημα.
Απλά, στη διαρκή αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ολίγων, δεν γλιτώνει κανένας. Χαμένοι και οι λεγόμενοι νοικοκυραίοι, οι ευκατάστατοι, γιατί κι αυτοί δεν έχουν την ισχύ να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από τους δανειστές και τους ολιγάρχες. Γιατί, σύμφωνα με τους ισχυρούς και τα φερέφωνά τους, η κρίση δεν συνδέεται ούτε με τον καπιταλισμό, ούτε με τον τοκογλυφικό δανεισμό, ούτε με τη διεφθαρμένη άρχουσα τάξη, ούτε με τους πολιτικούς-μαριονέτες, ούτε με τους προνομιούχους που στείλανε τη λεία των δισεκατομμυρίων στο εξωτερικό.
Φταίει ο έμπορας που είχε ένα μαγαζί με ρούχα στην Πατησίων αντί να είναι υπάλληλος στο Mall, ο αγρότης που έχτισε δεύτερο όροφο για την κόρη του και οι νεαροί που πίνανε καφέ στις καφετερίες με το χαρτζιλίκι τους. Πράγματα που επίσης είναι απολύτως συμβατά με το σύστημα. Ούτε έχει σημασία, που οι πολίτες παροτρύνονταν πιεστικά από τις τράπεζες για εύκολα δάνεια, που υφίσταντο πλύση εγκεφάλου από τα τηλεοπτικά κανάλια και τα περιοδικά λάιφ σταϊλ των ιδίων ιδιοκτητών για το κοινωνικά απαραίτητο καταναλωτικό αξεσουάρ ή που πείσθηκαν με το καλό ή με το άγριο, ότι αυτός ο τρόπος ζωής είναι μονόδρομος κι όποιος παρεκκλίνει ζει αποκλεισμένος και δυστυχής.
Όλοι οι εργαζόμενοι, νομοταγείς και μη, στο ίδιο τσουβάλι, εξωθούνται τώρα να παραδώσουν στους επικυρίαρχους ό,τι απέκτησαν αυτοί και οι γονείς τους, με μια καθολική και άγρια αφαίμαξη διάρκειας, για μερικούς μέχρι θανάτου.
Πάνω απ” το θεό
Την ίδια λογική, του παραλογισμού, χρησιμοποιούν όλες οι πολιτικές εξουσίες, που κινούνται μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του συστήματος, που όλα δήθεν ρυθμίζονται από την «αγορά», η οποία, σύμφωνα με την αξιολόγησή τους, λειτουργεί καλύτερα ακόμα και από το θεό, ο οποίος, παρ’ όλη την ευσπλαχνία, τη σοφία και την παντοδυναμία του, δεν καταφέρνει να ρυθμίσει σωστά ούτε το μοίρασμα του πλούτου, ούτε τους χαρακτήρες των ανθρώπων, ούτε το δίκαιο, ούτε τις σχέσεις μεταξύ των κρατών, με αποτέλεσμα ο κόσμος να είναι ένα μπάχαλο, το οποίο μόνο οι ολιγάρχες με την «αγορά» μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα κι από το θεό.
Η «αγορά», για όσους ασκούν την εξουσία και όσους καρπώνονται τα οφέλη της, είναι ένας τέλειος μετρονόμος που, αν αφεθεί απολύτως ελεύθερος, η ανάπτυξη θα είναι ιδανική και αιώνια. Δεν έχει σημασία, που μέχρι σήμερα όσο ισχυρότερος γίνεται ο ρόλος της «αγοράς» τόσο αυξάνονται οι φτωχοί, τόσο πολλαπλασιάζονται οι πόλεμοι, τόσο καταστρέφεται η φύση θέτοντας την ύπαρξη της ζωής σε τεράστιο κίνδυνο και μάλιστα, πλέον, ορατό.
Αυτή τη λογική υιοθέτησαν και οι πάλαι ποτέ αριστερές δυνάμεις. Εγκατέλειψαν την πεποίθηση, ότι η αιτία των συμφορών είναι το ίδιο το σύστημα, ότι φταίει η ίδια η «αγορά», που γεννάει από τη φύση της ανισότητες, φτώχεια και κρίσεις, και όχι κάποια μεταφυσική αιτία ή ένας ανίκανος πρωθυπουργός, και εναγκαλίστηκαν τη θέση, ότι όσο καλύτερα ζουν οι εργαζόμενοι, υπάλληλοι, εργάτες, αγρότες και ελεύθεροι επαγγελματίες, τόσο περισσότερο υπονομεύουν το σύστημα, ενώ όσο ο πλούτος συγκεντρώνεται σε λιγότερα χέρια τόσο καλύτερα θα πάει η οικονομία και το κράτος.
Λογική που κρύβεται πίσω από τη στροφή της Αριστερός και την ταύτισή της με τη Δεξιά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με παραλλαγές και διαβαθμίσεις ανάλογα με τις τοπικές ιδιαιτερότητες και τη θέση της κάθε χώρας στον επιβεβλημένο διεθνή καταμερισμό που λειτουργεί πάντοτε υπέρ των ισχυρότερων.
Και συχνά αυτή η στροφή ντύνεται με δικαιολογίες, παραπληροφόρηση και υποσχέσεις για ένα (αβέβαιο) καλύτερο μέλλον ύστερα από ένα (βιωματικό) τραγικό παρόν. Αλλά και με απειλές και τρομοκρατία. Ότι εάν δεν συνταχθούμε με τους ισχυρούς, τους επιβήτορες, θα μας καταστρέψουν ολοσχερώς οι δανειστές, γεγονός που νομιμοποιεί την υποταγή στα κελεύσματα των ισχυρών.
Και είναι αλήθεια, ότι όποιον αντιστέκεται προσπαθούν να τον βλάψουν ακόμα περισσότερο. Ως γνωστόν, καταστρέφουν ολοσχερώς τις χώρες που δεν έχουν υποταχθεί πλήρως, που δεν έχουν καθεστώτα-μαριονέτες. Έχει, δηλαδή, κανείς να διαλέξει, σύμφωνα με την κυρίαρχη λογική, ανάμεσα σε μια ολοκληρωτική καταστροφή και ένα καθεστώς υποτέλειας και φτώχειας. Δηλαδή, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Πράγμα που θέτει πολλά ζητήματα και ερωτήματα για την Αριστερά, μεταξύ των οποίων και το ζήτημα της κατάλληλης οργανωτικής προετοιμασίας των δικών της δυνάμεων και της κοινωνίας ολόκληρης.
Αριστερές ευθύνες
Έχει ή δεν έχει ευθύνες η Αριστερά γι’ αυτό το αδιέξοδο δίλημμα στο οποίο περιήλθε η χώρα: καταστροφή ή υποτέλεια; Και πώς έφτασε ως εδώ; Θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο; Το προσπάθησε σοβαρά ή επιπόλαια και τυχάρπαστα; Και, από το σημείο που βρισκόμαστε, διαμορφώνουμε έναν άλλο προσανατολισμό για να αποφύγουμε τα βράχια στα οποία μας οδηγούν;
Κατ’ αρχήν, και μόνο ότι η κυβερνητική Αριστερά κόλλησε στην ξέρα και έγινε υποχείριο των κηδεμόνων, αποδεικνύει ότι στραβά αρμενίζαμε. Και ούτε οι δικαιολογίες, οι εξωραϊσμοί, οι κλάψες και οι ανέξοδοι φραστικοί παλικαρισμοί αλλάζουν τη σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα. Ηττηθήκαμε κι εμείς. Και γι’ αυτή την ήττα υπάρχουν ευθύνες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε με μια εξαιρετική ιδέα, ενωτική, υποστήριξε μια πολιτική ανατρεπτική, βρήκε μεγάλη απήχηση λόγω κρίσης, αλλά δεν πέρασε ποτέ στην επόμενη φάση, να προετοιμαστεί για τη διακυβέρνηση, να φτιάξει οχυρώσεις για τον πόλεμο και να καταστρώσει σχέδια για την ανασυγκρότηση. Κι αυτό δίνει το δικαίωμα ακόμα και να σκεφτεί κανείς, ότι κάποιοι, στην κορυφή, σκόπιμα απέφυγαν την προετοιμασία, προκειμένου να είναι αναπόφευκτη η καθολική υποχώρηση και η υποταγή. Κι έτσι βλέπουμε τον (νέο) ΣΥΡΙΖΑ να εντάσσεται πλέον στην ίδια λογική με τους κυρίαρχους. Ξεχάστε τι έγινε μέχρι χτες, ξεχάστε τι λέγαμε μέχρι χτες, ό,τι έγινε έγινε, αρχίζουμε από το μηδέν κι από σήμερα θα εφαρμόσουμε αυτό που εφαρμόζουν όλοι που έχουν αποδεχτεί την κηδεμονία των ισχυρών. Αγνοούμε τις αιτίες που φτάσαμε ως εδώ και παραβλέπουμε τι συνέβη μέχρι σήμερα με την πολιτικές των Μνημονίων που μας επιβλήθηκαν.
Σαν αριστεροί θα εφαρμόσουμε καλύτερα τα Μνημόνια προς όφελος του λαού, με όλα τα προαπαιτούμενα, απορρίπτοντας την προηγούμενη πολιτική μας, που η πραγματικότητα επιβεβαίωνε, ότι η λιτότητα και η εκποίηση του δημόσιου πλούτου μόνο καταστροφή μπορούν να επιφέρουν στην Ελλάδα.
Ό,τι σαν Αριστερά απορρίπταμε μέχρι χτες μετά βδελυγμίας, αποτελεί το πρόγραμμα του νέου ΣΥΡΙΖΑ. Θα εφαρμόσει ακόμα κι αυτά που δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να εφαρμόσει ο συνασπισμός Δεξιάς και Σοσιαλδημοκρατίας. Με την ίδια κινδυνολογία, ότι η μη εφαρμογή της λιτότητας, των ιδιωτικοποιήσεων και του περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας, είναι αποσταθεροποιητικοί παράγοντες, που θα προκαλέσουν μεγαλύτερες συμφορές. Οπότε η συντήρηση και η σταδιακή μεγέθυνση των συμφορών είναι προτιμητέα από τη χρεοκοπία, λες και αυτή δεν έχει ήδη συμβεί.
Κι εμείς, όσοι εξοστρακιστήκαμε, τι κάνουμε; Είναι θετικό, ότι δεν υποκύψαμε στους εκβιασμούς και δεν βολευτήκαμε στα βουλευτικά και κυβερνητικά πόστα. Αλλά δεν μπορούμε να βγούμε από το λάκκο, με τα ίδια μυαλά που μας έφεραν σ’ αυτό το σημείο. Κι αυτή η αλλαγή, η δική μας κι όχι των άλλων, είναι η πιο αναγκαία και η πιο δύσκολη…
ΠΗΓΗ: Δρόμος της Αριστεράς