Σαν σήμερα, στις 28 Δεκεμβρίου 1962, γεννήθηκε ο ιδιοφυής πιανίστας Μισέλ Πετρουτσιάνι, ο άνθρωπος που υπερβαίνοντας μια εξουθενωτική αναπηρία αναδείχτηκε ως ένας από τους...
πιο ταλαντούχους μουσικούς της σύγχρονης τζαζ.
Το ταλέντο του Πετρουτσιάνι δύσκολα μπορεί να περιγραφεί με λέξεις: η μουσική του μιλά από μόνη της, όπως στο κομμάτι του September Second.
Ο Πετρουτσιάνι έφυγε από τη ζωή μόλις 36 ετών (στις 6 Ιανουαρίου 1999) και καθ΄ όλη τη σύντομη ζωή του υπέφερε από ατελή οστεογένεση, μια πάθηση των οστών, γνωστή και ως «γυάλινα κόκαλα», που τα κάνει πολύ εύθραυστα, και στη δική του περίπτωση εμπόδισε επίσης τη σωματική του ανάπτυξη, καθότι υπέφερε από οστικό νανισμό: το ύψος του ήταν μόλις 90 εκατοστά. Η ισχυρή προσωπικότητα, το ψυχικό σθένος και η πνευματική ωριμότητα του Πετρουτσιάνι τον βοήθησαν να υπερβεί την αναπηρία του, και δεν στερήθηκε μια πλήρη και δραστήρια ζωή.
Άρχισε να ασχολείται με τη τζαζ από ηλικίας 4 ετών, ακούγοντας το ίνδαλμα του, τον πιανίστα Ντιουκ Έλινγκτον. Έπαιξε επαγγελματικά σε συναυλίες όταν ήταν μόλις 13 ετών, και από τα δεκάξι του ηχογραφούσε με το δικό του συγκρότημα. Έπαιζε πιάνο με εντυπωσιακή ταχύτητα: το εκρηκτικά γρήγορο δεξί του χέρι πρωταγωνιστεί στο She Did It Again.
Ένα χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας και του αυτοσχεδιασμού του Πετρουτσιάνι ήταν η αριστοτεχνική «πλέξη» ενός μοτίβου με διαφορετικές μουσικές φράσεις, όπως στο Miles Davis Licks.
Πολλοί διάσημοι μουσικοί της τζαζ έπαιξαν μαζί του: οι Ντίζι Γκιλέσπι, Γουέιν Σόρτερ, Λι Κόνιτζ, Κένι Κλαρκ, ενώ στους θαυμαστές του συμπεριλαμβάνεται και ο φημισμένος βιολιστής της τζαζ Στεφάν Γκραπέλι. Ο σαξοφωνίστας Τσαρλς Λόιντ είχε αποσυρθεί από την τζαζ, αλλά όταν άκουσε τον Πετρουτσιάνι αποφάσισε να ξαναρχίσει να παίζει και είχαν μια πολύ επιτυχημένη συνεργασία. Κατά το γύρισμα του ντοκιμαντέρ «One Night with Blue Note», ο Τσαρλς Λόιντ σήκωσε τον Πετρουτσιάνι στα χέρια του, για να τον φέρει στη σκηνή και να τον βάλει να καθίσει στο πιάνο, ένα στιγμιότυπο που έκανε τον σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ Τζον Τσαρλς να δακρύσει. Ένα έξοχο δείγμα της συνεργασίας του Πετρουτσιάνι με τον Λόιντ δίνει το κομμάτι Tone Poem.
Η εφευρετικότητα και η δεξιοτεχνία του Πετρουτσιάνι στο πιάνο εντυπωσίαζαν όσους τον άκουγαν. Πολλοί κριτικοί της τζαζ δικαιολογημένα εντυπωσιάστηκαν από τη συνθετική του ικανότητα: το κομμάτι του Cantabile βασίζεται ουσιαστικά σε τέσσερις νότες, που αποτελούν τον πυρήνα με τον οποίο ο Πετρουτσιάνι δημιουργεί μία πανέμορφη μελωδία.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης Μάικλ Ράντφορντ έμεινε τόσο έκθαμβος από το ταλέντο του Πετρουτσιάνι, που γύρισε ένα συγκινητικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τη μουσική του νάνου πιανίστα. Ακολουθώντας τη ζωή του Πετρουτσιάνι, ο σκηνοθέτης θέτει το ερώτημα στο ντοκιμαντέρ «τι είναι τελικά φυσιολογικό;» και δείχνει, ότι η ιστορία του νάνου πιανίστα είναι ένα μάθημα ζωής, γιατί ο Πετρουτσιάνι ποτέ δεν τα έβαλε κάτω στη μουσική και στη ζωή λόγω της αναπηρίας του.
Μία εκτενής συλλογή της μουσικής του βρίσκεται στο δίσκο Complete Blue Note Recordings, The Best of Michel Petrucciani (7 CD, Blue Note, 1998). Όμως παρά την καταξίωση του ειδικά στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, ο Πετρουτσιάνι δεν είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα, αν και έδωσε μία πολύ επιτυχημένη συναυλία εδώ στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ενώ το ντοκιμαντέρ του Ράντφορντ απέσπασε το βραβείο Χρυσή Αθηνά στο 17ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου το 2011.
Το μουσικό έργο του Πετρουτσιάνι και ο τρόπος με τον οποίο αψήφησε την αναπηρία του, δείχνουν, πως δεν επέτρεψε στην πάθησή του να περιορίσει τις επιδιώξεις του στη ζωή, στο πιάνο και στη μουσική σύνθεση. Μάλλον, αρμόζει στο ταλέντο του Πετρουτσιάνι η σύμπτωση, ότι ο τάφος του στο Παρίσι βρίσκεται δίπλα στον τάφο του Σοπέν και κοντά στους τάφους του Μπιζέ και του Ροσίνι.
Όπως σχολίασε ο τρομπετίστας Κλαρκ Τέρι, ο Πετρουτσιάνι «ήταν νάνος, αλλά έπαιζε σαν γίγαντας». Ένας γίγαντας που απέδειξε, ότι μπορεί τα άτομα με αναπηρία να έχουν προβλήματα πιο ορατά από αυτά των υπολοίπων, αλλά ο ψυχικός και πνευματικός πλούτος τους μπορεί να λάμψει και να υπερβεί κάθε σωματικό μειονέκτημα.
Μιχάλης Γιαννεσκής
πιο ταλαντούχους μουσικούς της σύγχρονης τζαζ.
Το ταλέντο του Πετρουτσιάνι δύσκολα μπορεί να περιγραφεί με λέξεις: η μουσική του μιλά από μόνη της, όπως στο κομμάτι του September Second.
Ο Πετρουτσιάνι έφυγε από τη ζωή μόλις 36 ετών (στις 6 Ιανουαρίου 1999) και καθ΄ όλη τη σύντομη ζωή του υπέφερε από ατελή οστεογένεση, μια πάθηση των οστών, γνωστή και ως «γυάλινα κόκαλα», που τα κάνει πολύ εύθραυστα, και στη δική του περίπτωση εμπόδισε επίσης τη σωματική του ανάπτυξη, καθότι υπέφερε από οστικό νανισμό: το ύψος του ήταν μόλις 90 εκατοστά. Η ισχυρή προσωπικότητα, το ψυχικό σθένος και η πνευματική ωριμότητα του Πετρουτσιάνι τον βοήθησαν να υπερβεί την αναπηρία του, και δεν στερήθηκε μια πλήρη και δραστήρια ζωή.
Άρχισε να ασχολείται με τη τζαζ από ηλικίας 4 ετών, ακούγοντας το ίνδαλμα του, τον πιανίστα Ντιουκ Έλινγκτον. Έπαιξε επαγγελματικά σε συναυλίες όταν ήταν μόλις 13 ετών, και από τα δεκάξι του ηχογραφούσε με το δικό του συγκρότημα. Έπαιζε πιάνο με εντυπωσιακή ταχύτητα: το εκρηκτικά γρήγορο δεξί του χέρι πρωταγωνιστεί στο She Did It Again.
Ένα χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας και του αυτοσχεδιασμού του Πετρουτσιάνι ήταν η αριστοτεχνική «πλέξη» ενός μοτίβου με διαφορετικές μουσικές φράσεις, όπως στο Miles Davis Licks.
Πολλοί διάσημοι μουσικοί της τζαζ έπαιξαν μαζί του: οι Ντίζι Γκιλέσπι, Γουέιν Σόρτερ, Λι Κόνιτζ, Κένι Κλαρκ, ενώ στους θαυμαστές του συμπεριλαμβάνεται και ο φημισμένος βιολιστής της τζαζ Στεφάν Γκραπέλι. Ο σαξοφωνίστας Τσαρλς Λόιντ είχε αποσυρθεί από την τζαζ, αλλά όταν άκουσε τον Πετρουτσιάνι αποφάσισε να ξαναρχίσει να παίζει και είχαν μια πολύ επιτυχημένη συνεργασία. Κατά το γύρισμα του ντοκιμαντέρ «One Night with Blue Note», ο Τσαρλς Λόιντ σήκωσε τον Πετρουτσιάνι στα χέρια του, για να τον φέρει στη σκηνή και να τον βάλει να καθίσει στο πιάνο, ένα στιγμιότυπο που έκανε τον σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ Τζον Τσαρλς να δακρύσει. Ένα έξοχο δείγμα της συνεργασίας του Πετρουτσιάνι με τον Λόιντ δίνει το κομμάτι Tone Poem.
Η εφευρετικότητα και η δεξιοτεχνία του Πετρουτσιάνι στο πιάνο εντυπωσίαζαν όσους τον άκουγαν. Πολλοί κριτικοί της τζαζ δικαιολογημένα εντυπωσιάστηκαν από τη συνθετική του ικανότητα: το κομμάτι του Cantabile βασίζεται ουσιαστικά σε τέσσερις νότες, που αποτελούν τον πυρήνα με τον οποίο ο Πετρουτσιάνι δημιουργεί μία πανέμορφη μελωδία.
Ο Βρετανός σκηνοθέτης Μάικλ Ράντφορντ έμεινε τόσο έκθαμβος από το ταλέντο του Πετρουτσιάνι, που γύρισε ένα συγκινητικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τη μουσική του νάνου πιανίστα. Ακολουθώντας τη ζωή του Πετρουτσιάνι, ο σκηνοθέτης θέτει το ερώτημα στο ντοκιμαντέρ «τι είναι τελικά φυσιολογικό;» και δείχνει, ότι η ιστορία του νάνου πιανίστα είναι ένα μάθημα ζωής, γιατί ο Πετρουτσιάνι ποτέ δεν τα έβαλε κάτω στη μουσική και στη ζωή λόγω της αναπηρίας του.
Μία εκτενής συλλογή της μουσικής του βρίσκεται στο δίσκο Complete Blue Note Recordings, The Best of Michel Petrucciani (7 CD, Blue Note, 1998). Όμως παρά την καταξίωση του ειδικά στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, ο Πετρουτσιάνι δεν είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα, αν και έδωσε μία πολύ επιτυχημένη συναυλία εδώ στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ενώ το ντοκιμαντέρ του Ράντφορντ απέσπασε το βραβείο Χρυσή Αθηνά στο 17ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου το 2011.
Το μουσικό έργο του Πετρουτσιάνι και ο τρόπος με τον οποίο αψήφησε την αναπηρία του, δείχνουν, πως δεν επέτρεψε στην πάθησή του να περιορίσει τις επιδιώξεις του στη ζωή, στο πιάνο και στη μουσική σύνθεση. Μάλλον, αρμόζει στο ταλέντο του Πετρουτσιάνι η σύμπτωση, ότι ο τάφος του στο Παρίσι βρίσκεται δίπλα στον τάφο του Σοπέν και κοντά στους τάφους του Μπιζέ και του Ροσίνι.
Όπως σχολίασε ο τρομπετίστας Κλαρκ Τέρι, ο Πετρουτσιάνι «ήταν νάνος, αλλά έπαιζε σαν γίγαντας». Ένας γίγαντας που απέδειξε, ότι μπορεί τα άτομα με αναπηρία να έχουν προβλήματα πιο ορατά από αυτά των υπολοίπων, αλλά ο ψυχικός και πνευματικός πλούτος τους μπορεί να λάμψει και να υπερβεί κάθε σωματικό μειονέκτημα.
Μιχάλης Γιαννεσκής
ΠΗΓΗ: tvxs.gr