Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
«Μη θεωρείτε ότι έχετε το προνόμιο της καρδιάς».
Το ακούσαμε συχνά, κάθε φορά που κάποιος της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ ήθελε να αντικρούσει τις καταγγελίες από τα αριστερά για την ακραία φτώχεια στην πενταετία των μνημονίων.
Από τη σκοπιά τους δεν είχαν άδικο:
οι φτωχοί δεν ήταν ποτέ υπόθεση (μόνο) των αριστερών. Δεν είναι μόνο το ανθρωπιστικό έργο της Εκκλησίας, στις «καθαρές» ή τις πιο σκοτεινές εκδοχές του, ή η αλήστου μνήμης φιλανθρωπία της βασιλικής οικογένειας, που στις δεκαετίες του '50 και του '60 μεριμνούσε με τον τρόπο της για την εκπαίδευση και τη «διάσωση των παιδιών της Ελλάδος». Ανατρέχοντας στα πιο πρόσφατα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνδύαζε ιδιωτικοποιήσεις, αυταρχισμό και κοινωνικές παροχές, ψηφίζοντας για παράδειγμα τον ν. 2072/1992, με τον οποίο θα αυξάνονταν τα προνοιακά επιδόματα για τις οικογένειες των ΑμΕΑ –άλλο αν αυτό δεν συνέβη ποτέ. Πιο συνεπείς, οι κυβερνήσεις Σημίτη απορρύθμισαν μεν την αγορά εργασίας, τζογάροντας επιπλέον στο Χρηματιστήριο τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, σε κάθε περίπτωση πάντως αύξησαν τον αριθμό δικαιούχων του ΕΚΑΣ. Λίγο αργότερα, ενόψει των εκλογών του 2007, ο Κώστας Καραμανλής εξήγγειλλε την «κατώτατη εθνική σύνταξη», μέτρο που επικρίθηκε τότε εξ αριστερών, είτε ως αποσπασματικό, είτε απλώς ως «φιλανθρωπία μετά τη ληστεία» με άρωμα Πινοσέτ. Το 2007, επιπλέον, ήταν η χρονιά της υπέρτατης «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης»: με αφορμή την ανυπολόγιστη καταστροφή από τις πυρκαγιές σε ολόκληρη την Ελλάδα, εφοπλιστές, τραπεζίτες και άλλοι επιχειρηματικοί κολοσσοί βάλθηκαν να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον, ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα στους πληγέντες. Λίγο αργότερα, ο ΣΚΑΪ θα έβαζε μπροστά την καμπάνια «Όλοι μαζί», καθιερώνοντας ένα πρωτότυπο μείγμα ακραίας νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας από τη μια, και κοινωνικής ευαισθησίας από την άλλη.
Αφορμή για την αναδρομή, η κατάθεση στη Βουλή του περίφημου «παράλληλου» προγράμματος της κυβέρνησης – μιας δέσμης μέτρων για τους ανέργους, τους ανασφάλιστους, τους μαθητές, τους μετανάστες, τους εργαζόμενους της ΒΙΟΜΕ και τους ψυχικά ασθενείς. Δεν τα θυμήθηκα, για να πω κάτι που δεν πιστεύω, ότι δηλαδή οι εισηγητές του νομοσχεδίου είναι ...απόγονοι της Φρειδερίκης ή του Πινοσέτ. Αλλά γιατί, όπως σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, έτσι και στην περίπτωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η διαχείριση της φτώχειας είναι μέρος μιας ενιαίας πολιτικής. Στις εκλογές, ως γνωστόν, τα κόμματα ψηφίζονται ή καταψηφίζονται για τη συνολική τους πρόταση: κανείς δεν ψηφίζει άλλο για την οικονομία, άλλο για την κοινωνική πολιτική και άλλο για τον τουρισμό, αλλιώς στην εξωτερική πολιτική και διαφορετικά για τη ναυτιλία. Πέρα λοιπόν από τους φιλοκυβερνητικούς πανηγυρισμούς για τις υποτιθέμενες «ρωγμές στο μνημόνιο» (ή, στον αντίποδα, την πλήρη απαξία των οπαδών του «όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα»), οι παρεμβάσεις ενός νομοσχεδίου κρίνονται πρώτα επί της αρχής, με βάση τη μεγάλη εικόνα και την αποτελεσματικότητα σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Επί της αρχής, λοιπόν, το θετικό πρόσημο των παρεμβάσεων του «παράλληλου» προγράμματος δεν αναιρεί τη λογική, «μειώνω κάπως τη βλάβη για μερικούς, ενόψει της περαιτέρω μεγέθυνσής της για όλους».
Αφήνοντας κατά μέρος ενδεχόμενες αντιρρήσεις του κουαρτέτου, που είναι δυνατό να ακυρώσουν κι αυτές ακόμα τις μίνιμουμ παρεμβάσεις, το βασικό πρόβλημα του νομοσχεδίου είναι η σιωπηρή παραδοχή, ότι ακόμα και τα ελάχιστα του πάλαι ποτέ «προγράμματος της Θεσσαλονίκης» είναι εκτός συζήτησης: ότι μπορεί να υπάρξει κοινωνική πρόνοια χωρίς φορολογία και αναδιανομή, ή σωστότερα, εν μέσω αναδιανομής εισοδημάτων προς τα πάνω, όπως επιβάλλουν οι δεσμεύσεις προς τους δανειστές.
Να το πω με ορισμένα παραδείγματα: Όλοι καταλαβαίνουν πόσο σημαντική υπόθεση είναι η ένταξη των ανασφάλιστων στο ΕΣΥ και η καθολική ιατροφαρμακευτική κάλυψη των μεταναστών: μπορούν να επιτευχθούν αυτά στην πράξη, με δεδομένη την κατάσταση στα νοσοκομεία, και όταν, μετά τον προϋπολογισμό του 2016, για πρώτη φορά στις επιχορηγήσεις των νοσοκομείων περιλαμβάνεται και η μισθοδοσία τους;
Τι είδους προγράμματα κοινωφελούς εργασίας για ανέργους θα αναλάβει μια τοπική αυτοδιοίκηση με ελάχιστους πόρους και προσωπικό, με δεδομένη δηλαδή τη συνθήκη που την ωθεί να ιδιωτικοποιεί υπηρεσίες ή να απασχολεί εργαζόμενους με άθλιες συμβάσεις; Είναι δυνατό τα προγράμματα αυτά να υποκαταστήσουν ένα πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων για την αντιμετώπιση της ανεργίας, σαν αυτό που υποσχόταν το Γενάρη ο ΣΥΡΙΖΑ – και που μετά την ανακεφαλαιοποίηση, με την πλήρη εκχώρηση των τραπεζών στους ιδιώτες, είναι απλά αδύνατο;
Άλλο παράδειγμα: Η παρακράτηση συντάξεων ψυχικά ασθενών και φιλοξενουμένων σε δομές κλειστής περίθαλψης ήταν ένα κανιβαλικό μέτρο που σωστά καταργείται· αναιρεί αυτό την αύξηση της εισφοράς περίθαλψης για όλους τους συνταξιούχους, που αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση, ή πολύ περισσότερο, τα σενάρια για εθνική σύνταξη στο εξευτελιστικό ποσό του επιδόματος ανεργίας;
Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και άλλα για τα πραγματικά όρια των κυβερνητικών παροχών: Την καθήλωση του μισθού, και δη του κατώτατου, πολύ κάτω από τα υπεσχημένα 751 ευρώ. Τη φετινή μείωση στο μισό της επιδότησης για το πετρέλαιο θέρμανσης. Την επικείμενη αύξηση των εισιτηρίων στα μέσα μεταφοράς. Την απειλή για την πρώτη κατοικία μετά το Φεβρουάριο του 2016. Ή την παραχώρηση των «κόκκινων» δανείων σε αρπακτικά distress funds, που επίσης αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση.
Το θέμα, όμως, δεν είναι να δει κανείς το ποτήρι μισοάδειο, κάνοντας συμψηφισμούς, ή μισογεμάτο, για να πανηγυρίσει. Είναι, ότι, καθώς η κυβερνητική πολιτική δεν τεμαχίζεται, η λογική της μείωσης της βλάβης ενόψει της επιδείνωσής της, είναι η λογική που ζητά τη νομιμοποίηση των φτωχών ενόψει ασύγκριτα μεγαλύτερων παραχωρήσεων προς τους πλούσιους. Κι αν αυτό δεν αναιρεί τη σημασία επιμέρους παρεμβάσεων, αξίζει να θυμηθεί κανείς, πώς σκεφτήκαμε όσες και όσοι τα προηγούμενα χρόνια στηρίξαμε τα δίκτυα αλληλεγγύης: η κάλυψη συγκεκριμένων βιοτικών αναγκών, λέγαμε, πρέπει να πηγαίνει μαζί με τη χειραφέτηση των ανθρώπων από την πολιτική που αφήνει ακάλυπτες τις ανάγκες τους.
Δεξιά ή αριστερή, καμία κυβέρνηση δεν κάνει ένα μόνο πράγμα – και σε επίπεδο πρόθεσης, τουλάχιστον, η κυβέρνηση διακήρυξε τη θέλησή της να πάρει ανακουφιστικά μέτρα πέρα από το μνημόνιο· ανεξαρτήτως προθέσεων, ωστόσο, κάθε κυβερνητική πολιτική αποτελεί μια ενότητα, στην οποία ένα στοιχείο κυριαρχεί. Ακριβώς γι' αυτό, δυόμισι μήνες μετά την εκλογική του νίκη, ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα υποχρεώνεται να αναζητά στηρίγματα ακόμα και προς την Ένωση Κεντρώων. Ως τότε, αποδεχόμενος το πραξικόπημα του καλοκαιριού ως πρόγραμμά του, και ξεχνώντας ότι η Αριστερά δεν αρκεί να είναι υπέρ των φτωχών, με το πολυαναμενόμενο "παράλληλο πρόγραμμα" αρκείται στη διαχείριση της φτώχειας προς όφελος των πλουσίων. Τι άλλο έκαναν όμως και οι προηγούμενοι;