5 Νοε 2015

Οι τράπεζες ως μηχανισμός επιβολής των μνημονίων


Του Πέτρου Σταύρου
Το τραπεζικό σύστημα δεν λειτουργεί πλέον ως θεσμός πίστωσης, αλλά ως «απορροφητήρας» ρευστότητας. Για τα επόμενα 3-5 χρόνια οι ελληνικές τράπεζες και οι διοικήσεις τους σκοπεύουν να απορροφήσουν 10-20 δισ. ευρώ.
 

Από τις τρά­πε­ζες περ­νά­ει ο έλεγ­χος...
 
 της οι­κο­νο­μί­ας της χώρας και με τις τρά­πε­ζες επι­βάλ­λο­νται οι πο­λι­τι­κές των μνη­μο­νί­ων. 
Ακού­γε­ται πα­ρά­ξε­νο, αλλά είναι πέρα για πέρα πραγ­μα­τι­κό. Η σα­θρό­τη­τα του ελ­λη­νι­κού τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος το κα­θι­στά, ταυ­τό­χρο­να, και κέ­ντρο του ελέγ­χου της οι­κο­νο­μί­ας από το εγ­χώ­ριο και ξένο χρη­μα­τι­στι­κό κε­φά­λαιο και τους δα­νει­στές, αλλά και «μοχλό» για να επι­βάλ­λο­νται οι σκλη­ρές πο­λι­τι­κές λι­τό­τη­τας από την Kο­μι­σιόν και το ευ­ρω­παϊ­κό κε­φά­λαιο.

Γιατί είναι σαθρό το ελ­λη­νι­κό τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα και γιατί αυτό συμ­φέ­ρει το κε­φά­λαιο;

Το τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα της Ελ­λά­δας είναι πλή­ρως ιδιω­τι­κο­ποι­η­μέ­νο, με τον υψη­λό­τε­ρο βαθμό συ­γκέ­ντρω­σης στην Ευ­ρώ­πη (4 μόνο συ­στη­μι­κές τρά­πε­ζες), με το με­γα­λύ­τε­ρο πο­λι­τι­κό-οι­κο­νο­μι­κό έλεγ­χο και επο­πτεία από τους ευ­ρω­παϊ­κούς τρα­πε­ζι­κούς θε­σμούς και με τη με­γα­λύ­τε­ρη αλ­λη­λε­ξάρ­τη­ση με τη γε­νι­κό­τε­ρη πο­ρεία της οι­κο­νο­μί­ας.

Οι ελ­λη­νι­κές τρά­πε­ζες δια­θέ­τουν 121 δισ. ευρώ κα­τα­θε­τι­κή βάση και έχουν χο­ρη­γή­σει 207 δισ. ευρώ δά­νεια. Το κενό ρευ­στό­τη­τας είναι στα 86 εκ. και δεν φαί­νε­ται να κα­λύ­πτε­ται στα επό­με­να χρό­νια από επι­στρο­φές κα­τα­θέ­σε­ων του εξω­τε­ρι­κού ή από επι­στρο­φή ρευ­στών δια­θε­σί­μων του εσω­τε­ρι­κού που κρα­τή­θη­καν σε «μα­ξι­λά­ρια». Τα προ­βλη­μα­τι­κά δά­νεια («κόκ­κι­να» και κα­θυ­στε­ρού­με­να) ανέρ­χο­νται σε 106 δισ. ευρώ και η εξέ­λι­ξή τους εξαρ­τά­ται  από­λυ­τα από την πο­ρεία της οι­κο­νο­μί­ας.

Ο επο­πτι­κός και πο­λι­τι­κός έλεγ­χος που ασκεί η ΕΚΤ πάνω στο τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα, η χρήση της ασθε­νούς κα­τά­στα­σης του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος για να επι­βάλ­λο­νται οι μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές μέσω εκ­βια­σμών και ο ιδιω­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας του που εμ­βα­θύ­νε­ται από ανα­κε­φα­λαιο­ποί­η­ση σε ανα­κε­φα­λαιο­ποί­η­ση, συ­ντο­νί­ζο­νται με τέ­τοιο τρόπο, ώστε η λει­τουρ­γία του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος να μην είναι η συ­νή­θης, αυτή της χρη­μα­το­δό­τη­σης της οι­κο­νο­μί­ας, αλλά να εξυ­πη­ρε­τεί την «απορ­ρό­φη­ση» της δια­θέ­σι­μης ρευ­στό­τη­τας. Η «απορ­ρό­φη­ση» της δια­θέ­σι­μης ρευ­στό­τη­τας εξυ­πη­ρε­τεί πρω­τί­στως τη λει­τουρ­γία της εκ­κα­θά­ρι­σης από μη αντα­γω­νι­στι­κά κε­φά­λαια και την αύ­ξη­ση του βαθ­μού κε­φα­λαια­κής συ­γκέ­ντρω­σης. Με «μοχλό» το τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα συμ­βαί­νει μια κο­λοσ­σιαία, για τα δε­δο­μέ­να της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας, ανα­δια­νο­μή ει­σο­δή­μα­τος και κε­φα­λαί­ων υπέρ των ηγε­μο­νι­κών στρω­μά­των της εγ­χώ­ριας και διε­θνούς αστι­κής τάξης.

Το τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα είναι σαθρό διότι δεν λει­τουρ­γεί, πλέον, ως θε­σμός πί­στω­σης αλλά ως «απορ­ρο­φη­τή­ρας» ρευ­στό­τη­τας. Για τα επό­με­να 3-5 χρό­νια οι ελ­λη­νι­κές τρά­πε­ζες και οι διοι­κή­σεις τους σκο­πεύ­ουν να απορ­ρο­φή­σουν 10 - 20 δισ. ευρώ από την οι­κο­νο­μία, όσο πε­ρί­που είναι και το ΕΣΠΑ 2014 - 2020, για να κα­λύ­ψουν ένα μέρος από το κενό ρευ­στό­τη­τας των 86 δισ. ευρώ που προσ­διο­ρί­ζε­ται από τη δια­φο­ρά χο­ρη­γη­μέ­νων δα­νεί­ων και υπάρ­χου­σας κα­τα­θε­τι­κής βάσης. Η απε­λευ­θέ­ρω­ση των πλει­στη­ρια­σμών ακόμα και της α’ κα­τοι­κί­ας των φτω­χών νοι­κο­κυ­ριών δεν απο­σκο­πεί τόσο στη συσ­σώ­ρευ­ση πε­ριου­σια­κών στοι­χεί­ων στον ισο­λο­γι­σμό των τρα­πε­ζών όσο στην αύ­ξη­ση της «ει­σπρα­ξι­μό­τη­τας» των χο­ρη­γη­μέ­νων δα­νεί­ων, στον επα­να­προ­σα­να­το­λι­σμό δη­λα­δή των βα­σι­κών χρη­μα­το­ρο­ών της οι­κο­νο­μί­ας. Η αδυ­να­μία του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος το κα­θι­στά βα­σι­κό ερ­γα­λείο στα χέρια μιας αστι­κής τάξης και ενός πο­λι­τι­κο­τε­χνο­κρα­τι­κού συ­στή­μα­τος που επι­χει­ρεί να αντι­με­τω­πί­σει την κρίση κερ­δο­φο­ρί­ας με μια νέα προ­σο­δο­θη­ρία κυ­ρί­ως σε βάρος των μι­σθω­τών αλλά και άλλων λαϊ­κών στρω­μά­των.

Γιατί χρειά­ζε­ται η συ­γκε­κρι­μέ­νη ανα­κε­φα­λαιοποίη­ση;

Η πρώτη ανα­κε­φα­λαιοποίηση (2013) ήταν 29 δισ. ευρώ και συμ­με­τεί­χε κυ­ρί­ως το ΤΧΣ σε πο­σο­στό 85%. Η δεύ­τε­ρη (2014) ήταν 8 δισ. ευρώ και συμ­με­τεί­χαν απο­κλει­στι­κά οι ιδιώ­τες. Η τρίτη θα είναι 25 δισ. ευρώ και μάλ­λον θα γίνει σε δύο φά­σεις έως και το 2017. Και σε αυτήν την ανα­κε­φα­λαιο­ποί­η­ση το ΤΧΣ θα συμ­με­τέ­χει δυ­να­μι­κά, αλλά με τέ­τοιο τρόπο (με τη χρήση με­τα­τρέ­ψι­μων ομο­λό­γων cocos κατά 75%), ώστε να μη συμ­βεί η ανε­πι­θύ­μη­τη, για τους ιδιώ­τες της πρώ­της και της δεύ­τε­ρης ανα­κε­φα­λαιοποίη­σης, απα­ξί­ω­ση (dilution – «αραί­ω­μα») των με­το­χών. Κάθε ανα­κε­φα­λαιοποίηση ενός τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος γί­νε­ται με σκοπό όχι την πι­στω­τι­κή επέ­κτα­ση (δη­λα­δή τη χρη­μα­το­δό­τη­ση της οι­κο­νο­μί­ας) αλλά την εμπέ­δω­ση του ρόλου του στην οι­κο­νο­μία και την προ­σέλ­κυ­ση της εμπι­στο­σύ­νης του κα­τα­θε­τι­κού κοι­νού. Η συ­γκε­κρι­μέ­νη ανα­κε­φα­λαιοποίη­ση έρ­χε­ται, εκ πρώ­της όψεως, να κα­λύ­ψει τις αστο­χί­ες των stress test των προη­γού­με­νων ανα­κε­φα­λαιοποιήσε­ων, αλλά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι επι­βε­βλη­μέ­νη για δύο λό­γους: Πρώ­τον, για την εμπέ­δω­ση του ιδιω­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος και δεύ­τε­ρον για τον πλήρη δια­χω­ρι­σμό της πί­στω­σης από την εξέ­λι­ξη του δη­μό­σιου χρέ­ους αλλά και της γε­νι­κό­τε­ρης δη­μο­σιο­νο­μι­κής και νο­μι­σμα­τι­κής πο­λι­τι­κής.

Η δη­μιουρ­γία πί­στω­σης και κατ’ επέ­κτα­ση του πι­στω­τι­κού χρή­μα­τος είναι μια λει­τουρ­γία εκ­χω­ρη­μέ­νη από το Δη­μό­σιο στις ιδιω­τι­κές τρά­πε­ζες. Ενώ λοι­πόν η πο­σό­τη­τα του νο­μί­σμα­τος ορί­ζε­ται πλή­ρως από την ΕΚΤ, η «δη­μιουρ­γία» και η «κα­τα­στρο­φή» πι­στω­τι­κού χρή­μα­τος ανα­τί­θε­ται στις ιδιω­τι­κές τρά­πε­ζες. Η δη­μιουρ­γία πι­στω­τι­κού χρή­μα­τος είναι και αυτή μια νο­μι­σμα­τι­κή λει­τουρ­γία. Όταν το Δη­μό­σιο απο­μα­κρύ­νε­ται οι­κειο­θε­λώς από την πι­στω­τι­κή πο­λι­τι­κή, τότε αυτό εξα­φα­νί­ζει κάθε βαθμό αυ­το­νο­μί­ας και αυ­το­χρη­μα­το­δό­τη­σης της οι­κο­νο­μί­ας και χά­νε­ται, έτσι, κάθε μορφή νο­μι­σμα­τι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας. Η 3η ανα­κε­φα­λαιοποίη­ση επι­χει­ρεί την πλήρη απο­σύν­δε­ση κάθε μορ­φής νο­μι­σμα­τι­κής πο­λι­τι­κής από τις δη­μό­σιες και ανα­πτυ­ξια­κές πο­λι­τι­κές. Τον πλήρη έλεγ­χο της οι­κο­νο­μί­ας τον ανα­λαμ­βά­νει το εγ­χώ­ριο και ξένο κε­φά­λαιο και οι ευ­ρω­παϊ­κοί πι­στω­τι­κοί θε­σμοί.

Ποιες επι­πτώ­σεις θα έχει για την οι­κο­νο­μία και την κοι­νω­νία;

Με κυ­βέρ­νη­ση ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ - ΑΝΕΛ, οι επι­πτώ­σεις της 3ης ανα­κε­φα­λαιοποίησης αλλά και των συ­να­φών ρυθ­μί­σε­ων («κόκ­κι­να δά­νεια», κώ­δι­κας δε­ο­ντο­λο­γί­ας κ.λπ.) θα είναι εν­δο­τρα­πε­ζι­κές και ευ­ρύ­τε­ρες. Τα επό­με­να χρό­νια θα πρέ­πει να ανα­μέ­νου­με δρα­στι­κή μεί­ω­ση των τρα­πε­ζι­κών κα­τα­στη­μά­των, οπι­σθο­χώ­ρη­ση από δρα­στη­ριό­τη­τες στο εξω­τε­ρι­κό των ελ­λη­νι­κών τρα­πε­ζών, αύ­ξη­ση της ανερ­γί­ας στο χρη­μα­το­πι­στω­τι­κό κλάδο και γε­νι­κό­τε­ρη επι­δεί­νω­ση των όρων ερ­γα­σί­ας.

Από κει και ύστε­ρα, οι επι­πτώ­σεις της ανα­κε­φα­λαιοποίησης στην ευ­ρύ­τε­ρη οι­κο­νο­μία και κοι­νω­νία θα είναι δρα­μα­τι­κές. Αυτή τη στιγ­μή η με­γα­λύ­τε­ρη πο­σό­τη­τα και οι πε­ρισ­σό­τε­ρες μορ­φές του ιδιω­τι­κού χρέ­ους (εκτός των χρεών προς την εφο­ρία και τα ασφα­λι­στι­κά τα­μεία) απο­τε­λούν στοι­χεία των ισο­λο­γι­σμών των τεσ­σά­ρων συ­στη­μι­κών τρα­πε­ζών.

 Αυτό ση­μαί­νει, ότι με βάση την 3η ανα­κε­φα­λαιοποίη­ση θα ξε­κι­νή­σει μια συ­στη­μα­τι­κή διερ­γα­σία ανα­διάρ­θρω­σης του ιδιω­τι­κού χρέ­ους. Το βιο­τι­κό επί­πε­δο 100.000 νοι­κο­κυ­ριών θα επη­ρε­α­στεί δυ­σμε­νώς με άμεσο τρόπο. 
Η δια­δι­κα­σία απο­μό­χλευ­σης (μεί­ω­ση της υπερ­βάλ­λου­σας μό­χλευ­σης) θα γίνει εις βάρος του βιο­τι­κού επι­πέ­δου του μέσου νοι­κο­κυ­ριού και θα επη­ρε­ά­σει δρα­μα­τι­κά (ει­δι­κά η απο­μό­χλευ­ση των επι­χει­ρη­μα­τι­κών δα­νεί­ων) τους όρους αμοι­βής και ερ­γα­σί­ας των ερ­γα­ζο­μέ­νων στον ιδιω­τι­κό τομέα. 
Κάθε επι­χει­ρη­μα­τί­ας θα με­ρι­μνά πρω­τί­στως για την απο­πλη­ρω­μή των δα­νεί­ων, και για να το κάνει αυτό, θα εξοι­κο­νο­μεί χρη­μα­τι­κούς πό­ρους από τα λει­τουρ­γι­κά της επι­χεί­ρη­σης και τις αμοι­βές της ερ­γα­σί­ας που αυτή απα­σχο­λεί. 
Αν κά­πο­τε προ­κύ­ψει κά­ποια στοι­χειω­δώς δυ­να­μι­κή ανά­πτυ­ξη, αυτή ή θα είναι χωρίς νέες θέ­σεις ερ­γα­σί­ας (jobless) ή θα είναι με πολύ χα­μη­λά αμει­βό­με­νες θέ­σεις ερ­γα­σί­ας.