Την πρώτη φορά που επισκέφτηκα τις Ηνωμένες
Πολιτείες ήταν μια Τετάρτη του Νοεμβρίου του 2000...
Ηταν η επομένη των αμερικανικών εκλογών. Από το Ελληνικό είχα πετάξει ξημερώματα με νικητή πρόεδρο τον Τζορτζ Μπους Τζούνιορ. Στο Φιουμιντσίνο όπου θα έπαιρνα την ανταπόκριση, κάποιες τηλεοράσεις έδειχναν νικητή πρόεδρο τον Αλ Γκορ. Οταν πια έφθασα στο Μαϊάμι - εκεί όπου συμπτωματικά δεν έγινε ποτέ επανακαταμέτρηση ψήφων και όλα κρίθηκαν - νικητής ήταν πια ο Τζορτζ Μπους. Όλα είχαν τη σημασία τους. Γιατί την επόμενη φορά που επισκέφτηκα την Αμερική ήταν πια μια άλλη χώρα.
Φοβισμένη, για εκείνην όλοι ήμασταν πια κατ’ αρχήν εχθροί, που έπρεπε να αποδείξουμε τις καλές μας προθέσεις.
Βλέπετε είχε μεσολαβήσει η 11η Σεπτεμβρίου 2001, τα τρομοκρατικά χτυπήματα σε μια χώρα με ηγέτη έναν μέτριο πολιτικό – και άρα ανεπαρκή ηγέτη εν τέλει – που όπως υπαινίσσεται τώρα ο πατέρας του, τον έκαναν ό,τι ήθελαν κάτι πολεμοκάπηλοι σαν τον Ντικ Τσέινι και τον Ντόναλντ Ράμσφελντ.
Στην Αμερική που υμνείται ως η χώρα των ελεύθερων, καθιερώθηκαν νόμοι που επέτρεπαν στο κράτος να καταπατά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και μόνο στην υποψία ότι μπορεί να έχεις μιλήσει με έναν ύποπτο Αραβα.
Το ταξίδι με το αεροπλάνο έγινε μια διαδικασία που έφτανε στα όρια του δημόσιου εξευτελισμού. Το ίδιο και η συνέντευξη στο περιβόητο immigration.
Και μαζί με την Αμερική θα άλλαζε και ο υπόλοιπος κόσμος. Η ασύμμετρη βία που χτύπησε τότε τη Νέα Υόρκη και το Πεντάγωνο, χτύπησε αντανακλαστικά το Αφγανιστάν και μετά το Ιράκ. Και μετά άλλα αντανακλαστικά χτυπήματα – ποιος ξεχνά τη Μαδρίτη το 2004 και το Λονδίνο το 2005; - σε έναν κόσμο που αδυνατεί να καταλάβει τι φταίει και παρά τα διδάγματα του 20ου αιώνα έγινε ξανά έτσι αβασάνιστα ένα κρεοπωλείο ανθρώπινων ζωών.
Από την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015, η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη δική της 11η Σεπτεμβρίου, το σημείο καμπής που σίγουρα θα την αλλάξει.
Θα γίνουμε όλοι πιο φοβισμένοι – αν δεν έχουμε ήδη γίνει. Ισως να κλείσουν οριστικά τα σύνορα και σύντομα οι ανέσεις της Συνθήκης Σέγκεν να είναι μια ανάμνηση – ήδη στα σύνορα της Γαλλίας με την Ιταλία γίνονται πλέον έλεγχοι. Οι πρόσφυγες θα γίνουν από άνθρωποι, ύποπτοι - ήδη ο καταυλισμός προσφύγων στο Καλαί πυρπολήθηκε από αγνώστους.
Είναι η ώρα που οι Ευρωπαίοι τρομαγμένοι θα κοιτάξουμε προς τους ηγέτες μας, όπως οι Αμερικανοί κοίταξαν κάποτε τον δικό τους και είδαν έναν σαστισμένο ανθρωπάκο με δυο γεράκια δίπλα του. Ηταν ιστορική ατυχία.
Αυτοί οι ευρωπαίοι ηγέτες, ο Ολάντ, η Μέρκελ, ο Ρέντσι, ο Ραχόι, ο δικός μας ο Τσίπρας θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η ώρα των τακτικισμών, των κοντόφθαλμων πολιτικών και των άναρθρων συνθημάτων έχει ήδη περάσει. Είναι η ώρα να σταθούν στο ύψος περιστάσεων που και οι ίδιοι μάλλον δεν φαντάζονταν ότι θα συναντούσαν όταν αποφάσιζαν να ηγηθούν των λαών τους. Είναι η ιστορική ώρα που η Ευρώπη θα κληθεί να νικήσει τον φόβο ή να νικηθεί από αυτόν.
Δεν είναι απλό πράγμα. Η συμπαγής Αμερική χρειάστηκε μια δεκαετία και έναν Ομπάμα για να συνέλθει κάπως.
Η Ευρώπη της οποίας οι ηγέτες δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, πώς θα εμπιστευτεί τον ίδιο της τον εαυτό για να κρατήσει ζωντανό το όνειρο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Μπορεί αυτό το πολιτικό δυναμικό να την οδηγήσει στη νέα εποχή που εγκαινιάστηκε βίαια τη νύχτα της Παρασκευής στο Παρίσι; Διότι αν νικήσει ο φόβος, η Ευρώπη δεν θα γίνει πιο αμείλικτη όπως έγινε η Αμερική. Αν νικήσει ο φόβος η Ευρώπη απλά θα διαλυθεί.
Ηταν η επομένη των αμερικανικών εκλογών. Από το Ελληνικό είχα πετάξει ξημερώματα με νικητή πρόεδρο τον Τζορτζ Μπους Τζούνιορ. Στο Φιουμιντσίνο όπου θα έπαιρνα την ανταπόκριση, κάποιες τηλεοράσεις έδειχναν νικητή πρόεδρο τον Αλ Γκορ. Οταν πια έφθασα στο Μαϊάμι - εκεί όπου συμπτωματικά δεν έγινε ποτέ επανακαταμέτρηση ψήφων και όλα κρίθηκαν - νικητής ήταν πια ο Τζορτζ Μπους. Όλα είχαν τη σημασία τους. Γιατί την επόμενη φορά που επισκέφτηκα την Αμερική ήταν πια μια άλλη χώρα.
Φοβισμένη, για εκείνην όλοι ήμασταν πια κατ’ αρχήν εχθροί, που έπρεπε να αποδείξουμε τις καλές μας προθέσεις.
Βλέπετε είχε μεσολαβήσει η 11η Σεπτεμβρίου 2001, τα τρομοκρατικά χτυπήματα σε μια χώρα με ηγέτη έναν μέτριο πολιτικό – και άρα ανεπαρκή ηγέτη εν τέλει – που όπως υπαινίσσεται τώρα ο πατέρας του, τον έκαναν ό,τι ήθελαν κάτι πολεμοκάπηλοι σαν τον Ντικ Τσέινι και τον Ντόναλντ Ράμσφελντ.
Στην Αμερική που υμνείται ως η χώρα των ελεύθερων, καθιερώθηκαν νόμοι που επέτρεπαν στο κράτος να καταπατά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και μόνο στην υποψία ότι μπορεί να έχεις μιλήσει με έναν ύποπτο Αραβα.
Το ταξίδι με το αεροπλάνο έγινε μια διαδικασία που έφτανε στα όρια του δημόσιου εξευτελισμού. Το ίδιο και η συνέντευξη στο περιβόητο immigration.
Και μαζί με την Αμερική θα άλλαζε και ο υπόλοιπος κόσμος. Η ασύμμετρη βία που χτύπησε τότε τη Νέα Υόρκη και το Πεντάγωνο, χτύπησε αντανακλαστικά το Αφγανιστάν και μετά το Ιράκ. Και μετά άλλα αντανακλαστικά χτυπήματα – ποιος ξεχνά τη Μαδρίτη το 2004 και το Λονδίνο το 2005; - σε έναν κόσμο που αδυνατεί να καταλάβει τι φταίει και παρά τα διδάγματα του 20ου αιώνα έγινε ξανά έτσι αβασάνιστα ένα κρεοπωλείο ανθρώπινων ζωών.
Από την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015, η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη δική της 11η Σεπτεμβρίου, το σημείο καμπής που σίγουρα θα την αλλάξει.
Θα γίνουμε όλοι πιο φοβισμένοι – αν δεν έχουμε ήδη γίνει. Ισως να κλείσουν οριστικά τα σύνορα και σύντομα οι ανέσεις της Συνθήκης Σέγκεν να είναι μια ανάμνηση – ήδη στα σύνορα της Γαλλίας με την Ιταλία γίνονται πλέον έλεγχοι. Οι πρόσφυγες θα γίνουν από άνθρωποι, ύποπτοι - ήδη ο καταυλισμός προσφύγων στο Καλαί πυρπολήθηκε από αγνώστους.
Είναι η ώρα που οι Ευρωπαίοι τρομαγμένοι θα κοιτάξουμε προς τους ηγέτες μας, όπως οι Αμερικανοί κοίταξαν κάποτε τον δικό τους και είδαν έναν σαστισμένο ανθρωπάκο με δυο γεράκια δίπλα του. Ηταν ιστορική ατυχία.
Αυτοί οι ευρωπαίοι ηγέτες, ο Ολάντ, η Μέρκελ, ο Ρέντσι, ο Ραχόι, ο δικός μας ο Τσίπρας θα πρέπει να αντιληφθούν ότι η ώρα των τακτικισμών, των κοντόφθαλμων πολιτικών και των άναρθρων συνθημάτων έχει ήδη περάσει. Είναι η ώρα να σταθούν στο ύψος περιστάσεων που και οι ίδιοι μάλλον δεν φαντάζονταν ότι θα συναντούσαν όταν αποφάσιζαν να ηγηθούν των λαών τους. Είναι η ιστορική ώρα που η Ευρώπη θα κληθεί να νικήσει τον φόβο ή να νικηθεί από αυτόν.
Δεν είναι απλό πράγμα. Η συμπαγής Αμερική χρειάστηκε μια δεκαετία και έναν Ομπάμα για να συνέλθει κάπως.
Η Ευρώπη της οποίας οι ηγέτες δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον, πώς θα εμπιστευτεί τον ίδιο της τον εαυτό για να κρατήσει ζωντανό το όνειρο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης; Μπορεί αυτό το πολιτικό δυναμικό να την οδηγήσει στη νέα εποχή που εγκαινιάστηκε βίαια τη νύχτα της Παρασκευής στο Παρίσι; Διότι αν νικήσει ο φόβος, η Ευρώπη δεν θα γίνει πιο αμείλικτη όπως έγινε η Αμερική. Αν νικήσει ο φόβος η Ευρώπη απλά θα διαλυθεί.