3 Οκτ 2015

Οι κακοδαιμονίες του πολυπόθητου μετώπου


Του Αλέξη Ξιφαρά
Το Σάββατο της 26ης Σεπτεμβρίου ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Αναστοχασμός και Συγκρότηση» στην ιστοσελίδα iskra. 

Όπως όλα τα κείμενα και τα βιβλία του Π. Παπακωνσταντίνου, έτσι και το τελευταίο...
 
 του πόνημα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. 

Προσωπικά συμφωνώ απολύτως σε ό,τι αφορά στα διδάγματα που μας έδωσαν ανάλογες λαϊκές εξεγέρσεις στο παρελθόν, όπως η εποποιία του Μάη του ’68 στη Γαλλία. Επίσης συνυπογράφω τις διαπιστώσεις του συγγραφέα που σχετίζονται με τα λάθη και τις αστοχίες της ΛΑ.ΕΝ. καθώς και με το ότι η είσοδος της τελευταίας στη βουλή όχι μόνο δεν θα άλλαζε ριζικά τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, αλλά πιθανότατα να έκρυβε και τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει το πολιτικό σχήμα στο οποίο συμμετέχει. 
Παραθέτω, μάλιστα, αυτούσιο το αντίστοιχο απόσπασμα ώστε να μην αδικήσω τον Παπακωνσταντίνου: «Θα μπορούσαμε, βέβαια, να είχαμε καλύτερη επικοινωνιακή παρουσία και να είχαμε αποφύγει κάποια λάθη- ιδιαίτερα στην προβολή της ριζοσπαστικής, εναλλακτικής μας πρότασης και στην ταλάντευση που εμφανίζαμε αναφορικά με την έξοδο από την ευρωζώνη. Με λίγο καλύτερη προσπάθεια θα μπορούσαμε να έχουμε μπει στη Βουλή, φτάνοντας το 3,5% ή και το 4%. Κάτι τέτοιο θα μας έφερνε, βέβαια, σε πολύ καλύτερη θέση εκκίνησης, ενόψει της μακράς διαδρομής που έχουμε μπροστά μας, αλλά δεν θα άλλαζε δραματικά τη μεγάλη εικόνα. Ίσως μάλιστα να έκρυβε τα πραγματικά προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε».

Ας μου επιτραπεί εδώ ένα δικό μου σχόλιο ως συνέχεια των παραπάνω συμπερασμάτων: Μια είσοδος της ΛΑ.ΕΝ. στη βουλή, από τη στιγμή μάλιστα που είναι καθολικά αποδεκτό ότι δεν είχε προοπτική διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας, θα παγίωνε τις γραφειοκρατικές και συγκεντρωτικές δομές και λογικές που την διέπουν ως πολιτικό σχήμα και θα την αποκρυστάλλωνε ως ένα νέο ΚΚΕ μέσα στο κοινοβούλιο. Για την ιστορία και κυρίως για να μην φανεί ότι διολισθαίνω σε μετεκλογικές «μνησικακίες» (όπως λέει ο Π. Παπακωνσταντίνου) θυμίζω ότι  την καθαρά κλειστή και πυραμιδική, παλαιοκομματικού τύπου, οργανωτική δομή της ΛΑ.ΕΝ. την έχουν στηλιτεύσει  μετεκλογικά (είτε άμεσα και απερίφραστα, είτε έμμεσα) τα ίδια τα στελέχη της. Πάλι για νη μην μιλάω στον αέρα παραθέτω ακριβώς τι έγραψαν οι:

Δημήτρης Μπελαντής:

    «Ο αντιπολιτευτικός συριζικός λόγος και πράξη, όπως εκφράσθηκε μέσα από την ΛΑΕ, δεν υπήρξε καθόλου ελκτικός. Όταν οι μηχανισμοί και η σταλινίζουσα γραφειοκρατία μπαίνουν μπροστά από τον προγραμματικό λόγο και δεν έχουν/παρουσιάζουν καμία ζωντάνια, γιατί να επιλεγεί ο αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ στην θέση του μνημονιακού ; Ζούμε ένα νέο 1989, όπου οι αντιπολιτεύσεις τάσεις δοκιμάζονται και καταρρέουν μαζί με τον κορμό της Αριστεράς.» (22/09 – κείμενο 7 σημείων δημοσιευμένο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης)
    «Δεν αρκεί να καταλάβουν το λάθος τους λόγω της εφαρμογής των Μνημονίων. Χρειάζεται από τις πραγματικές και ενεργές αριστερές δυνάμεις -όπως η ΛΑΕ αλλά και η Ανταρσύα- σοβαρή αυτοκριτική και στο πεδίο της προγραμματικής τεκμηρίωσης του άλλου δρόμου και στο πεδίο της συλλογικής και δημοκρατικής λειτουργίας, ένα πεδίο όπου εμείς ως ΛΑΕ θα μπορούσαμε να τα έχουμε πάει καλύτερα και ακόμη μπορούμε να κάνουμε μια συλλογική, δημοκρατική και αυτοργανωτική στροφή. Η δημοκρατία συνεπάγεται την συμμετοχή όλων μας και την ύπαρξη θεσμικών εγγυήσεων και όχι απλώς την συνεργασία των συνιστωσών και των πολιτικοοργανωτικών τους δικτύων-συχνά προβληματικών στην λειτουργία τους.» (κείμενο δημοσιευμένο στις 25/09)

Παναγιώτης Σωτήρης:
«Επιπλέον, η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας επέδειξε μεγαλύτερη καχυποψία απέναντι σε άλλες τάσεις από ό,τι έπρεπε και δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τη σημασία που θα είχε μια εξαρχής ανοιχτόκαρδη απεύθυνση για συνδιαμόρφωση της Λαϊκής Ενότητας, με αποτέλεσμα να μην μπλεχτούν εξαρχής όλες ριζοσπαστικές τάσεις από το ΣΥΡΙΖΑ, να αποστασιοποιηθούν οι προερχόμενες από το ΚΚΕ αναζητήσεις, να δοθούν αφορμές σε κομμάτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να επιμείνουν στην αναδίπλωση στη λογική του «αντικαπιταλιστικού πόλου». Ούτε δόθηκαν οι αναγκαίες εγγυήσεις ότι θα ήταν μια ανοιχτή και δημοκρατική διαδικασία απαλλαγμένη από τη γραφειοκρατική λογική μηχανισμών, που είχε στοιχειώσει το ΣΥΡΙΖΑ.» (κείμενο με τίτλο «Σκέψεις μετά από ένα αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα» δημοσιευμένο στις 24/09)

Δημήτρης Στρατούλης: «Η μάχη που χάσαμε είναι σημαντική και μας δημιουργεί μεγάλες πολιτικές δυσκολίες. Ωστόσο δεν χάσαμε τον πόλεμο και μπορούμε να αντεπιτεθούμε, αφού πρώτα συλλογικά και δημοκρατικά εντοπίσουμε και διορθώσουμε τα λάθη και τις αδυναμίες μας. Επομένως ανασυντασσόμαστε, ανασυγκροτούμαστε ως πολιτικός φορέας – μέτωπο με συμμετοχή, δημοκρατία, εξωστρέφεια και περνάμε στην αντεπίθεση με πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες, για την απόκρουση των εφαρμοστικών νόμων του 3ου μνημονίου, για τη στήριξη των μισθών, των συντάξεων και των δημόσιων δαπανών για κοινωνικές πολιτικές και για την αποτροπή των νέων φορομπηχτικών πολιτικών και του ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου της χώρας.» (άρθρο με τίτλο «ΑΝΑΣΥΝΤΑΣΣΟΜΑΣΤΕ, ΣΥΓΚΡΟΤΟΥΜΑΣΤΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ, ΠΕΡΝΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ» δημοσιευμένο στις 24/09)

Πέτρος Παπακωνσταντίνου: «Αυτό που προέχει σήμερα είναι να ξεκινήσουν ανοιχτές διαδικασίες βάσης για την προγραμματική και οργανωτική μας συγκρότηση, που θα δώσει σταθερή μορφή και σχήμα στην προσπάθειά μας… Φιλοδοξούμε να αξιοποιήσουμε ό,τι θετικό έχουν να επιδείξουν όλες οι προηγούμενες αριστερές προσπάθειες (γιατί κάθε μια έχει βέβαια και τα θετικά της) μέσα σε μια νέα ποιότητα: ένα πολυφωνικό, πολιτικό μέτωπο με αναφορά στη μισθωτή εργασία και τη σοσιαλιστική προοπτική, με μάχιμη, εναλλακτική πολιτική πρόταση ρήξης για το σήμερα κι όχι για τη Δευτέρα Παρουσία, με ανοιχτή, δημοκρατική συγκρότηση, μακριά από γραφειοκρατικές ιεραρχίες και συναλλαγές «μικρών πολιτικών γραφείων». (το παραπάνω απόσπασμα βρίσκεται στο ίδιο το κείμενο που σχολιάζω)

Συνεπώς, από τις παραπάνω παραδοχές γίνεται σαφές, ότι το υπάρχον οργανωτικό σχήμα της ΛΑ.ΕΝ δεν τιμά το όνομά της, καθότι ούτε ενωτικό, αλλά ούτε και λαϊκό είναι. Το γραφειοκρατικό δεν μπορεί να είναι ενωτικό και το «αποκλειστικά» αριστερό (το μερικό) εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι λαϊκό (το όλον). Τη γραφειοκρατία στην ηγεσία της ΛΑ.ΕΝ. την εντόπισαν και την παραδέχτηκαν αρκετά από τα (πλέον προβεβλημένα) μέλη της. Την αντι-λαϊκή και διασπαστική της στάση σε ότι αφορά στην περιχαράκωση του αντι-κατοχικού αγώνα στο αριστερό κομμάτι της κοινωνίας, κόντρα σε ό,τι μας δίδαξε η επική ιστορία της εθνικής αντίστασης το 1941-1944, ούτε ο Παπακωνσταντίνου, αλλά ούτε και οι υπόλοιποι προαναφερθέντες την αντιλήφθηκαν. [1]

Το «αριστερό μέτωπο» ως συγκεκαλυμμένη επιστροφή στην «κυβέρνηση της Αριστεράς»

Επιστρέφουμε συνεπώς στο 2012-2013 και στην τακτική της «κυβέρνησης της Αριστεράς», ακόμη και αν η συζήτηση διεξάγεται αναγκαστικά με άλλους όρους και με άλλη μορφή. Το σύνθημα «κυβέρνηση της Αριστεράς», το οποίο τότε είχαν υπερασπιστεί όλοι οι παραπάνω, επανέρχεται με τη μορφή του αριστερού μετώπου (ενός σύγχρονου ενιαίου και όχι λαϊκού μετώπου δηλαδή). Αυτό είναι ο ορισμός της περιβόητης πια φράσης του Λένιν «Ένα βήμα εμπρός, δύο βήματα πίσω».

Τώρα πώς γίνεται το περιεχόμενο μιας τακτικής και ενός συνθήματος που ήταν εξαρχής αποπροσανατολιστικό, μυστικιστικό (χωρίς δηλαδή σαφείς επιστημονικές αναφορές) και εν τέλει από τα ίδια τα γεγονότα χρεοκοπημένο στη συνείδηση του κόσμου, να επιστρέφει στη πολιτική συζήτηση ως δεσπόζουσα προβληματική για τη συγκρότηση μετώπου, μου είναι προσωπικά αδιανόητο να το αντιληφθώ.

Δεν θα επαναλάβω την επιχειρηματολογία που ανέπτυξα όταν σχολίαζα το βιβλίο «Κυβέρνηση της Αριστεράς» [2] , ούτε θα επιδοθώ ξανά σε μια πολεμική απέναντι στις αντιλήψεις που θέλουν την τακτική του αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου να έχει αποτύχει ιστορικά και να βρίσκεται σε αντιδιαστολή με την τακτική του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου[3], όπως έκανα στην ίδια προαναφερθείσα βιβλιοκριτική. Τα ζητήματα αυτά τα έχει κρίνει η ιστορία και η ετυμηγορία της είναι πεντακάθαρη σε όσους θέλουν να διαβάσουν. Απλά θα περιοριστώ σε μια αναφορά στο ΕΑΜ. Το ΕΑΜ δεν έβαζε ζητήματα αριστερού-δεξιού και αντιπάλευε τα οποιαδήποτε πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων όταν επρόκειτο για την πραγματική ένωση του λαού κάτω από την σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της κοινωνικής απελευθέρωσης απέναντι στον ξένο κατακτητή και τον εγχώριο δυνάστη. Γι’ αυτό και μεγαλούργησε.

Με άλλα λόγια η ένωση του λαού δεν γίνεται με ονοματοδοσίες, αλλά με την αξιοποίηση των πετυχημένων εμπειριών του παρελθόντος (ΕΑΜ στην Ελλάδα, Arditi del Popolo στην Ιταλία). Δεδομένου, λοιπόν, ότι τόσο ο Π. Παπακωνσταντίνου, όσο και το μεγαλύτερο τμήμα της ΛΑ.ΕΝ., δέχονται και χρησιμοποιούν τους όρους «αποικία χρέους» και «κατοχή» για να περιγράψουν την σχέση κυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου επί της Ελλάδας, είναι αντιφατικό έπειτα να καλούν – αν φυσικά καλούν – τον κόσμο να αποκηρύξει πρώτα την πολιτική του ταυτότητα και μετά να παλέψει απέναντι στον κατακτητή και τον αποικιοκράτη.

Είναι αντιφατικό, επίσης, ένα σχήμα που λέγεται «Λαϊκή Ενότητα» και το οποίο ο Π. Παπακωνσταντίνου φιλοδοξεί να εξελιχθεί σ’ ένα «πολυφωνικό πολιτικό μέτωπο», να έχει «αναφορά στη μισθωτή εργασία και τη σοσιαλιστική προοπτική» ακόμη και αν έχει «εναλλακτική πολιτική πρόταση ρήξης για το σήμερα κι όχι για τη Δευτέρα Παρουσία» γιατί έτσι αναιρείται η μετωπική φυσιογνωμία της προσπάθειας και τελικά, παρά τις όποιες (αντίθετες) προθέσεις στα λόγια, γίνεται «μεγάλη ΑΝΤΑΡΣΥΑ» στη πράξη (ό,τι είναι μέσα σε εισαγωγικά είναι από το κείμενο του Παπακωνσταντίνου. Οι όποιες υπογραμμίσεις είναι του ίδιου συγγραφέα).

Πότε, άραγε, συγκροτήθηκε ισχυρό πολιτικό μέτωπο στη βάση του σοσιαλισμού;

1 ) Στο ιδρυτικό κείμενο του ΕΑΜ (1941) δεν υπήρχε ούτε μια αναφορά στο σοσιαλισμό ή στην αριστερά.

2 ) Το 1917 στη Ρωσία, στις «Θέσεις του Απρίλη», o Λένιν έγραφε κατηγορηματικά: «Όχι “εισαγωγή” του σοσιαλισμού, σαν άμεσο καθήκον μας, αλλά άμεσο πέρασμα μόνο στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής και της διανομής των προϊόντων απομέρους των Σοβιέτ των Εργατών Βουλευτών» και αργότερα το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους μέσω του έργου του «Η Καταστροφή που μας απειλεί και πως πρέπει να την καταπολεμήσουμε» δεν πρότεινε – σύμφωνα με τα λεγόμενά του- ούτε ένα σοσιαλιστικό μέτρο. Ένα μήνα αργότερα πραγματοποιήθηκε η ένδοξη Οκτωβριανή Επανάσταση δικαιώνοντας απόλυτα την τακτική του Λένιν.

3) Το 1921 οι Arditi del Popolo στην Ιταλία, είχαν μέλη από όλο το πολιτικό φάσμα. Από Κομμουνιστές και αναρχικούς μέχρι Ρεπουμπλικάνους και Καθολικούς. Ως στόχο τους δεν είχαν τον σοσιαλισμό, αλλά να συντρίψουν το φασισμό. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή ένωναν όλους τους δημοκράτες απέναντι στα σκυλιά του Μουσολίνι, ήταν το μοναδικό κίνημα που φοβόντουσαν οι φασίστες. [4]

Ακόμα και αν αγνοήσουμε τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα, πιστεύουμε πραγματικά ότι, ως εκ θαύματος, ο λαϊκός κόσμος στην ελληνική κοινωνία μέσα στην σύγχυση που τον διακατέχει, από την μαζική και χρόνια παραπληροφόρησή του, και μέσα στην ανέχεια και τη βία της φτώχειας, της ανεργίας και της ανασφάλειας που βιώνει καθημερινά, θα αποτινάξει το βάρος του φορτίου που φέρει ιστορικά η λέξη σοσιαλισμός (ένεκα κυρίως του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού) και ανεπηρέαστος θα οργανωθεί σε ένα αριστερό και σοσιαλιστικό πολιτικό μέτωπο ;

Τα ερωτήματα είναι σαφώς ρητορικά, αφού, τουλάχιστον, η ιστορία τα έχει απαντήσει, ανεξάρτητα αν επανέρχονται ξανά και ξανά στην ημερήσια διάταξη λόγω της διαχρονικής δογματικότητας και της ιστορικής «λήθης» που ταλανίζει τα κινήματα της αριστεράς.

Η αξία χρήσης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού

Δεν λέω φυσικά ότι η υπόθεση του Σοσιαλισμού-Κομμουνισμού είναι καταδικασμένη. Κάθε άλλο. Ο καπιταλισμός έχει προ πολλού εκπληρώσει τον ιστορικό του ρόλο δημιουργώντας όλες τις προϋποθέσεις για την μετάβαση της κοινωνίας «από την προϊστορία στην ιστορία της ανθρωπότητας» και από το «βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας». Η συνέχιση της ύπαρξής του στον σημερινό κόσμο είναι μια παρά φύσιν ιστορικά κατάσταση και ως εκ τούτου ευνοεί τις τερατογενέσεις. Υλοποιεί τα πιο αποτρόπαια και εφιαλτικά οράματα του Huxley και του Orwell. Όσο μεσουρανεί ο καπιταλισμός, και δη όταν αυτός περνά μια δομική κρίση, όπως η σημερινή, που φαίνεται ότι είναι αδύνατο να ξεπεραστεί χωρίς έναν παγκόσμιο πόλεμο ή μια επίθεση μέσω της λιτότητας που θα προσιδιάζει σε πόλεμο, η υπόθεση ενός πιο δίκαιου συστήματος κοινωνικής παραγωγής και διανομής θα παραμένει επίκαιρη.

Είναι, όμως, άλλο πράγμα ο σοσιαλισμός να είναι στρατηγικός στόχος ενός κόμματος και τελείως άλλο το να χρησιμοποιούμε τον ασαφή ιστορικά όρο του σοσιαλισμού (λόγω της πληθώρας των παραλλαγών του), ως να ήταν κάτι απόλυτα ξεκαθαρισμένο στο συλλογικό κοινωνικό φαντασιακό, για να συγκροτήσουμε πάνω του ένα εκ των πραγμάτων ιδεολογικά χρωματισμένο πολιτικό μέτωπο απέναντι στην επίθεση που δέχονται όλα τα λαϊκά στρώματα του ελληνικού πληθυσμού. Αριστερό μέτωπο, Κομμουνιστικό μέτωπο, Σοσιαλιστικό μέτωπο κ.ο.κ. που καλούνται να υλοποιήσουν καθήκοντα που αφορούν σ’ όλες τις εθνικές κοινωνικές τάξεις [5], είναι αριστοτελικές (και όχι διαλεκτικές) αντιφάσεις εν τοις όροις.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το κορυφαίο αίτημα της μη-αναγνώρισης και συνολικής διαγραφής του δημοσίου χρέους. Όπως συνοψίζει γλαφυρότατα ο Lazzarrato :

«Το χρέος είναι μια καθολική σχέση εξουσίας, αφού συμπεριλαμβάνει τους πάντες : ακόμη και όσοι είναι πολύ φτωχοί για να έχουν πρόσβαση σε δάνεια οφείλουν να πληρώνουν τόκους σε πιστωτές μέσω της αποπληρωμής του δημοσίου χρέους· ακόμη και οι χώρες που είναι πολύ φτωχές για να έχουν κράτος πρόνοιας οφείλουν να αποπληρώνουν τα χρέη τους. Η σχέση πιστωτή-οφειλέτη αφορά τον σημερινό πληθυσμό στο σύνολό του, αλλά κι εκείνους που έρχονται… Με τη γέννηση δεν μας κληροδοτείται πλέον το προπατορικό αμάρτημα αλλά το χρέος των προηγούμενων γενεών.» [6]

Ο φιλελεύθερος δημοκράτης, λοιπόν, που, ξεκινώντας φυσικά από άλλη αφετηρία, συγκλίνει, ωστόσο, στο ότι το χρέος πρέπει να διαγραφεί συνολικά, για να έχει μέλλον ο ίδιος, η χώρα και ο λαός, θα αποκλειστεί παρ’ όλα αυτά από το μέτωπο, γιατί ο ίδιος δεν αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός; Και αν εκφράζεται από μια οργάνωση, που, ακολουθώντας τον Κέυνς και τον Βεμπλέν, επιδιώκει την έξωση των «απόντων ιδιοκτητών» και των «εισοδηματιών», δηλαδή των τραπεζιτών και των μεγαλομετόχων, από την οικονομία με την εθνικοποίηση των τραπεζών και τη χρησιμοποίηση του εθνικού νομίσματος – της νέας δραχμής στη περίπτωση μας- αποκλειστικά και μόνο για την τόνωση της παραγωγής προς όφελος των αναγκών της κοινωνίας. Θα αποκλειστεί και η οργάνωση αυτή από το μέτωπο;

Σημειωτέον, καπιταλισμός χωρίς χρέη δεν υπάρχει. Η δημιουργία χρέους είναι εμπεδωμένη στο «DNA» του κεφαλαίου και αποτελεί τη δομή πάνω στην οποία στηρίζονται οι οικονομικές σχέσεις στον καπιταλισμό. [7] Συνεπώς η συνολική διαγραφή του δημοσίου χρέους σε συνδυασμό με την κοινωνικοποίηση της κεντρικής και των συστημικών τραπεζών, θα απειλήσουν τα ίδια τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος. Δοθέντων τούτων, θα χάσουν, λοιπόν, οι οργανώσεις της αριστεράς την ιστορική ευκαιρία να συσπειρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο κάτω από το αίτημα της διαγραφής του χρέους, μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν και δεξιοί, οι οποίοι βασιζόμενοι σε άλλες αναλύσεις, τελικά επιθυμούν το ίδιο ;

Για να καταλάβω τελικά: Στόχος του μετώπου θα είναι η υλοποίηση συγκεκριμένων προταγμάτων ή η πραγματοποίηση της «απόλυτης αλήθειας», του σοσιαλισμού ;

Ο μεταμοντέρνος χεγκελιανός και ιδεαλιστικός σοσιαλισμός

Αν το ζήτημα του «αριστερού» αντι-αποικιακού αγώνα μας πάει πίσω στο 2012-2013, τότε το ζήτημα του σοσιαλισμού, ως «απόλυτης ιδέας», μας πάει πίσω, τουλάχιστον, στην εποχή των κλασσικών (19ο αιώνα), όταν διέσωσαν την επιστημονική διαλεκτική μέθοδο, που επινόησε ο Hegel, από την «συντηρητική» ιδέα της κατ’ ανάγκη ύπαρξης ενός συστήματος, στην οποία κατέφευγαν (και καταφεύγουν) οι φιλόσοφοι (ακόμη και ο ίδιος ο Hegel). Έλεγε, λοιπόν, ο Ένγκελς :

« Μόλις θα έχουμε κάποτε κατανοήσει – και σ’ αυτή την κατανόηση στο κάτω-κάτω κανένας άλλος δεν μας βοήθησε τόσο όσο ο ίδιος ο Χέγκελ- ότι αν βάζουμε σαν καθήκον της φιλοσοφίας να λύνει όλες τις αντιφάσεις, αυτό δεν θα σήμαινε τίποτε άλλο από την απαίτηση ένας φιλόσοφος να κάνει τόσα όσα μπορεί να κάνει μονάχα ολόκληρη η ανθρωπότητα στην προοδευτική της εξέλιξη- μόλις θα το έχουμε κατανοήσει αυτό, τελειώνει όλη η φιλοσοφία με την ως τώρα σημασία της λέξης. Αφήνουμε στην ησυχία της την «απόλυτη αλήθεια», που είναι απρόσιτη απ’ αυτόν τον δρόμο και για τον καθένα ξεχωριστά και αντί γι’ αυτή κυνηγάμε τις προσιτές σχετικές αλήθειες από το δρόμο των θετικών επιστημών και της συνόψισης των συμπερασμάτων τους με τη βοήθεια της διαλεκτικής σκέψης.»  [8]

Συνεπώς, αν θέλουμε να μείνουμε συνεπείς με την επαναστατική και επιστημονική μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού, οφείλουμε να προσεγγίσουμε τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, όχι ως φιλοσοφικό σύστημα, ούτε ως ένα αφηρημένο ιδανικό, αλλά όπως το έκαναν οι Μαρξ και Ένγκελς :

«Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν.» [9]

Ή όπως η Λούξεμπουργκ σχολιάζοντας την Ρωσική Επανάσταση:

«Η πρακτική πραγματοποίηση του σοσιαλισμού ως οικονομικού, κοινωνικού και νομικού συστήματος, μακριά από το να αποτελεί ένα σύνολο από έτοιμες συνταγές, πού δεν θα είχε κανένας παρά να τις εφαρμόσει, είναι μια υπόθεση πού βρίσκεται ολότελα στην ομίχλη του μέλλοντος. Εκείνο πού εμείς κα­τέχομε στο πρόγραμμά μας, είναι μόνον μερικοί γενικοί δείχτες, που σημειώνουν την κατεύθυνση προς την οποίαν πρέπει να αναζητηθούν τα μέτρα, πού εξ άλλου έχουν χαρακτήρα προπαντός αρνητικό. Ξέρομε πάνω-κάτω τί πρέπει να καταργήσομε για να ανοίξομε το δρόμο προς τη σοσιαλιστική οικονομία. Τί λογής όμως θα είναι τα χίλια – δυο συγκεκριμένα μεγάλα ή μικρά πρακτικά μέτρα, πού χρειάζονται για να μπουν σοσια­λιστικά θεμέλια στην οικονομία, στο δίκαιο, σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, αυτό δεν το λέει κανένα κομματικό πρόγραμμα και κανένα σοσιαλιστικό εγχειρίδιο. Αυτό δεν αποτελεί έλλειψη, αλλά αντίθετα πλεονέκτημα του επιστημονικού σοσιαλισμού εν σχέσει με τον ουτοπικό. Το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι παρά μόνον ιστορικό προϊόν, γεννημένο από τη σχολή της πείρας κατά την ώρα των πραγματο­ποιήσεων, από την πορεία της ζωντανής Ιστορίας, πού όμοια με την οργανική φύση – όπου κι αυτή στο κάτω – κάτω ανήκει —έχει πάντα την καλή συνήθεια να δημι­ουργεί μαζί με μια πραγματική ανάγκη και τα μέσα για την ικανοποίησή της, μαζί με το πρόβλημα και τη λύση του». [10]

Τι μας λένε οι κλασσικοί και πιο ειδικά η Λούξεμπουργκ : «Το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι παρά μόνον ιστορικό προϊόν, γεννημένο από τη σχολή της πείρας κατά την ώρα των πραγματο­ποιήσεων, από την πορεία της ζωντανής Ιστορίας…». 

Συνεπώς, αν πρέπει να επιμείνουμε στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό ως το όνομα της κοινωνίας πέρα από το κεφάλαιο, τότε θα πρέπει να δεχτούμε, ότι το περιεχόμενο του όρου θα δοθεί μόνο μέσα από τον διαρκή και καθημερινό αγώνα για τα άμεσα αλλά και για τα στρατηγικά αιτήματα και μέσα από τις ζυμώσεις μεταξύ των ετερόκλητων πολιτικών κομμάτων που θα συναποτελούν τα μέτωπα πάλης απέναντι στις αντιφάσεις του καπιταλισμού. Όχι νωρίτερα, γιατί θα αποτελεί απλά μια εγκεφαλική κατασκευή, και φυσικά όχι ως a priori βάση του μετώπου, μιας και κάτι αφηρημένο δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο συνεργασίας.

Το μέτωπο ως το πεδίο ανάδειξης του σύγχρονου ηγεμόνα

Μιλάω, δε, για μέτωπα πάλης και αντιφάσεις έχοντας στο μυαλό μου την πιο πρόσφατη μελέτη του David Harvey, στην οποία συγκεντρώνει τις περισσότερες, αν όχι όλες, από τις αντιφάσεις κυρίως του κεφαλαίου, αλλά και του καπιταλισμού (17 στο σύνολο). [11]

Από την ίδια την αντίφαση του χρήματος ως μέτρου της αξίας και ταυτόχρονα ως μέσου ανταλλαγής μέχρι την ζωντανή αντίφαση του κεφαλαίου (χρήματος που τίκτει χρήμα) ως αενάως αυτοεπεκτεινόμενης αξίας απέναντι στους πεπερασμένους πόρους του πλανήτη. 

Αν θέλουμε, λοιπόν, να προσεγγίσουμε θεωρητικά το ζήτημα, τότε, και με δεδομένο ότι ο καπιταλισμός είναι παγκόσμια αρθρωμένος και η λογική του (η εμπορευματοποίηση των πάντων και ο απόλυτος ανταγωνισμός δηλαδή) εισχωρεί σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης, συνεπάγεται, ότι οι αντιφάσεις του αναγκαστικά αφορούν σ’ ένα πλήθος κοινωνικών ομάδων, από οικολόγους, θετικούς επιστήμονες και φεμινίστριες μέχρι φιλελεύθερους κευνσιανιστές και κομμουνιστές και από νοικοκυρές, εργάτες, μικροεπιχειρηματίες και εντελώς άπορους μέχρι καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες.

Είναι φυσικό κάποιοι από όλους αυτούς να μην μπορούν από την κοινωνική τους θέση, και να μην θέλουν από την παιδεία τους και από τη συνήθεια τους, να είναι αριστεροί, ούτε σοσιαλιστές (ό,τι και αν σημαίνει η αριστερά και ο σοσιαλισμός σε κάθε χώρα). Είναι εξάλλου αναφαίρετο δικαίωμά τους να αυτό-προσδιορίζονται. Η μετωπική, λοιπόν, συμπόρευση στη βάση των απτών και άμεσων προβλημάτων είναι μονόδρομος, αν θέλουμε να εκφραστούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και να αγωνιστούν απέναντι στο κεφάλαιο. 


Μόνο στις γραμμές τέτοιων μετώπων το πολιτικό κόμμα, που εντοπίζει στο κεφάλαιο την πηγή όλων των προβλημάτων, μπορεί να ξεχωρίσει και να αναδειχτεί στον σύγχρονο ηγεμόνα του έθνους, σύμφωνα με την ορολογία του Γκράμσι,[12] για να μετασχηματίσει την κοινωνία σε μια κατεύθυνση πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη, με γνώμονα την απελευθέρωση του ατόμου από την καταναγκαστική εργασία ώστε να αναπτυχθεί ελεύθερα όπως το ίδιο επιθυμεί.

Το μέτωπο ως ανάχωμα στην απόλυτη επικράτηση του φασισμού

Η ΛΑ.ΕΝ., λοιπόν, στην υφιστάμενη μορφή της απέχει πολύ από τις απαιτήσεις της συγκυρίας, δυναμιτίζοντας εξαρχής κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία του πολιτικο-κοινωνικού εκείνου μετώπου που άμεσα και σε πρώτη φάση θα συσπειρώσει όλα τα πολιτικά κόμματα και οργανώσεις, που έχουν στο πρόγραμμα τους την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, και ως ορίζοντά του θα έχει την εκπροσώπηση των (ολοένα αυξανόμενων από τις συνθήκες) τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας που θα πλήττονται από τις μνημονιακές πολιτικές και θα στρέφονται στην εύρεση του εναλλακτικού δρόμου. 

Αν οι οργανώσεις της αριστεράς και δη η ΛΑ.ΕΝ. εμείνουν πεισματικά στην αριστερή οριοθέτηση του μετώπου, τότε πολύ φοβάμαι ότι θα κάνουν την, ιστορικών διαστάσεων, γκάφα να χωρίσουν τις λαϊκές μάζες ιδεολογικά, όταν τα προβλήματα και τα συμφέροντά τους είναι, σε γενικές γραμμές, κοινά και έχουν να κάνουν με τον αντίκτυπο που συνοδεύει την ξένη κατοχή στη χώρας μας.

Αν δεν υλοποιηθεί η μετωπική συμπόρευση όλων εκείνων των δυνάμεων που αντιστρατεύονται εμπράκτως και συγκεκριμένα (σε επίπεδο προγράμματος και προταγμάτων) την ευρωζώνη και την ΕΕ, τότε η κλιμακούμενη φτωχοποίηση των λαϊκών τάξεων και η οργή, που νομοτελειακά θα ακολουθήσει, θα διοχετευτεί σε αντιδραστικές και μαύρες λύσεις, όπως η Χρυσή Αυγή ή σε ένα εξίσου μισάνθρωπο και σκοταδιστικό κόμμα που υπηρετεί το χρηματιστικό κεφάλαιο (ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι ο φασισμός δεν εξαντλείται στην Χρυσή Αυγή).[13]

Καλό είναι, λοιπόν, να ξεμπερδεύουμε με ζητήματα που κινδυνεύουν να χάσουν την ιστορική τους σημασία, και να γίνουν θεολογικά δόγματα, ώστε να σχηματιστεί επιτέλους αυτό το πολυπόθητο και άμεσα αναγκαίο μέτωπο, στη βάση τριών, ελάχιστων, συγκεκριμένων και από-ιδεολογικοποιημένων προταγμάτων :

    - Μη αναγνώριση και διαγραφή του δημοσίου χρέους και σεισάχθεια (διαγραφή) των μικρομεσαίων ιδιωτικών χρεών.
    - Έξοδος από την ευρωζώνη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση,
προκειμένου να σταματήσει η μνημονιακή καταιγίδα και για να ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία, ως προϋπόθεση οποιασδήποτε πολιτικής υπέρ του λαού.
    - Δημοκρατία μέσα από νέο σύνταγμα, με νέους εκλογικούς νόμους βασισμένους στην απλή αναλογική και με την τιμωρία των ενόχων για την ελληνική τραγωδία, ώστε να αποκατασταθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα.



ΠΗΓΗ: βαθυ κοκκινο