Η Ελληνίδα μάνα είναι ξεχωριστή»! «Η μάνα είναι μόνο μία»! «Η μάνα είναι μάνα»! Ιερή, συνώνυμη και ισότιμη της θεομήτορος, ηρωική φιγούρα έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα για το παιδί της με αυταπάρνηση...
Η ελληνική νοοτροπία – όπως και άλλες που ευδοκιμούν στον ευρωπαϊκό Νότο – βρίθει από στερεότυπα σχήματα για το άβατο της μητρότητας και την ύψιστη σημασία της, η οποία ούτε αμφισβητείται ούτε επιδέχεται κριτικής.
Η μορφή της μητέρας είναι πράγματι ό,τι κοντινότερο στη ζωή και το θάνατο: σε φέρνει στη ζωή και, δένοντάς σε για πάντα μαζί της με άρρηκτους δεσμούς, ο θάνατός της είναι για το παιδί και ένας δικός του μικρός θάνατος.
Τίποτα δεν είναι το ίδιο μετά το χαμό της: συμβάν με τρομερό αντίκτυπο στη ζωή του παιδιού, αλλά ενίοτε και ασυνείδητα «ανακουφιστικό», κάτι όμως εξαιρετικά δύσκολο και ταμπού για να το ομολογήσει κανείς.
Ψυχίατροι, ανθρωπολόγοι και κοινωνικοί επιστήμονες έχουν μελετήσει ενδελεχώς το ρόλο της μάνας στις κοινωνίες όπου εκείνη διαδραματίζει έντονο και αποφασιστικό ρόλο (η Ελληνίδα μάνα δεν παίζει τον ίδιο λειτουργικό ρόλο με εκείνον της Σκανδιναβής) και έχουν καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα τα οποία δεν είναι πάντα κολακευτικά για τον υπερ-παρεμβατικό ρόλο της.
Γιατί λοιπόν η Ελληνίδα μάνα θεωρείται – στην ακραία εκδοχή της – από πολλούς αρνητικός παράγοντας στην ωρίμανση του παιδιού της, ακόμη και ευνουχιστική;
Ναι, η μάνα είναι μάνα και το παιδί της είναι παιδί της, όπως η γάτα είναι γάτα και η καρέκλα είναι καρέκλα. Τι ακριβώς όμως είναι η μάνα; Τι είναι μια μάνα; Και ακόμη περισσότερο, τι είναι για την Ελληνίδα μάνα το παιδί της;
Όπως έχει παρατηρηθεί από επιστήμονες ψυχιάτρους, ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται ο όρος «μάνα» στο πλαίσιο της ελληνικής νοοτροπίας που τη θέλει να είναι αυτό που είναι, δηλαδή Μία και Μοναδική, βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτό που στη γλώσσα των νομικών αποκαλείται «ακαταλόγιστο».
Το να είσαι μάνα σημαίνει αυτομάτως ότι αναλαμβάνεις και όλο τον ακαταλόγιστο παραλογισμό που συνεπάγεται αυτή σου η ιδιότητα: γλυκιά ή σκληρή, απάνθρωπη ή τρυφερή, τερατώδης ή μειλίχια, προστατευτική ή αδιάφορη, για τους Έλληνες η μάνα είναι ένα είδος «άβατου», μία φύσει και θέσει τραγική φιγούρα, για την οποία όλος ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει στο παιδί.
Στην πλειοψηφία τους οι Ελληνίδες μάνες θεωρούνται αυτό που στην γλώσσα της ψυχανάλυσης αποκαλείται «σχιζοφρενογόνοι»: καταβροχθίζουν το παιδί τους, το καταπίνουν, το παραμορφώνουν, συνθλίβουν, αφαιμάσσουν, και μάλιστα χωρίς καν να το αντιλαμβάνονται.
Επιθυμούν να κάνουν το καλύτερο και καταλήγουν να πετύχουν το χειρότερο.
Αμετροεπής, υπερβολική, συμβιοτική, ακραία προσκολλημένη ή ακραία αδιάφορη, φανατική, στρεσογόνος, η Ελληνίδα μάνα μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη, καθώς αδυνατεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον εαυτό της και στους άλλους ως ξεχωριστές οντότητες: στο παιδί και στον πατέρα, τον οποίο τις περισσότερες φορές ακυρώνει, «αποκλείοντάς» τον από τη διαδικασία διαμόρφωσης του παιδιού.
Φορέας ενός παλαιού παραδοσιακού προβληματικού μοντέλου σεξουαλικότητας που τη θέλει σεξουαλικά αδρανή με το που γίνει μητέρα, η Ελληνίδα μάνα (ακόμη και η υπερδραστήρια «σύγχρονη») δεν έχει τι άλλο να κάνει από να «πνίξει» άθελά της το παιδί στην κολυμπήθρα της αποσυντονισμένης ψυχοσεξουαλικής της ενέργειας.
Το αποτέλεσμα είναι μία ευρεία γκάμα ψυχικά προβληματικών παιδιών πίσω από τα οποία, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, αν σκάψεις λίγο, θα βρεις επικίνδυνους γονείς, υπερ-παρεμβατικές φαλλόμορφες μητέρες και ελλειμματικούς ως προς το ρόλο τους πατεράδες που δεν σκέφτηκαν ποτέ σοβαρά τη βαρύτητα του ρόλου τους, τη δυσκολία του, την πολυπλοκότητα και την εκπαίδευση που απαιτεί.
Αυτή η παθογόνος κατάσταση είναι πολύ παλιά στην ανεκπαίδευτη Ελλάδα και ευθύνεται για ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης «ψυχικής» πραγματικότητάς της.
Όντως, όσο μπορεί να το συλλάβει ένας ανδρικός νους, θα πρέπει να είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο να είσαι μητέρα. Όχι όμως για τους λόγους που νομίζει συνήθως ο κόσμος, αλλά επειδή το να είσαι σωστή μάνα μάλλον σημαίνει να ξέρεις και να μπορείς να πράξεις απέναντι στο παιδί σου το αδύνατο:
να ξέρεις και να μπορείς, από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο που θα το βγάλεις από μέσα σου, πότε και πώς να παραιτηθείς από τον ίδιο σου το ρόλο, πάντα σε εγρήγορση, ισορροπώντας σε λεπτό σχοινί μεταξύ δύο αβύσσων.