“Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποιο είναι το πιο ηλίθιο πλάσμα στου κόσμου μας την σφαίρα;” Εγώ. Πάλι εγώ! Κλασικά!
Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, την αμαρτία μου θα στην πω: Κουράστηκα. Πολύ. Έπαιξα όλες τις παρτίδες με τον εαυτό μου. Χρησιμοποίησα όλα μου τα άλλοθι. Έβαλα όλα τα στοιχήματα. Και τα ‘χασα...
Είναι πολλά τα χρόνια. Είναι πολλά τα λόγια. Είναι πολλά τα ψέματα. Προσπαθώ να συνεχίσω να αγαπάω αυτή τη χώρα. Τη χώρα που γεννήθηκα. Που μεγάλωσα. Τη χώρα που είναι το πατρικό μου.
Το πατρικό μου – ξέρεις τι σημαίνει αυτό, γομάρι γραφειοκράτη; Ξέρεις ότι για μένα “πατρίδα” είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Ξέρει ότι για μένα πατρίδα είναι τα τρία δέντρα που φύτεψε ο πατέρας μου την μέρα που γεννήθηκα; Ένα για εκείνον, ένα για την μάνα μου ένα για μένα; Ξέρεις πως τα δέντρα αυτά υπάρχουν ακόμα;
Τα τρία κυπαρίσσια… Του μπαμπά, της μαμάς και του μωρού που γεννήθηκε μια πυρακτωμένη νύχτα του Ιουνίου. Υπάρχουν, θεριά ανήμερα… Να μου θυμίζουν και να με πονάνε. Κάποια κλαριά ξεραίνονται, πεθαίνουν… Κάποια φυτρώνουν καταπράσινα στην θέση τους… Κόντρα σε όλους και σε όλα - τα τρία κυπαρίσσια επιμένουν.
Μόνο η μάνα μου κι εγώ τα πονάμε πια… Κι ο γιος μου… Ο γιος μου που δεν ξέρω που θα τον ξεβράσει αυτή η “πατρίδα”… Μπρος στα μάτια μας πήρε φωτιά το μέλλον των παιδιών μας… Στάχτη κι αποκαΐδια. Όλα όσα ξέραμε, όλα όσα μάθαμε, όλα όσα πιστέψαμε, όλα όσα περιμέναμε… στα τσακίδια όλα.
Τα παιδιά που ΘΑ σπούδαζαν. ΘΑ βρίσκανε δουλειά. ΘΑ ερωτεύονταν. ΘΑ κάνανε οικογένεια. ΘΑ μαζευόμασταν τις Κυριακές στο μεγάλο τραπέζι. ΘΑ γερνάγαμε με παιδιά κι εγγόνια γύρω μας…Στο πατρικό μας… Στο πατρικό μου… Στο σπίτι με τα τρία κυπαρίσσια…
Ο άνθρωπος μπορεί να συγχωρέσει πολλά… Πολλά μπορεί να προσπεράσει… Αλλά αυτούς που κάνουν το όνειρό του βρεμένη πατσαβούρα – αυτούς να τους συγχωρέσει δεν μπορεί. Και δεν θέλει. Και δεν πρόκειται.
Δεν ξέρω - και δεν θέλω να μάθω - τη λογική των τεχνοκρατών. Δεν ξέρω - και δεν θέλω να μάθω - αν αυτοί οι τύποι έχουν σπίτι, έχουν πατρικό, έχουν μνήμες, έχουν παιδικά χρόνια. Δεν ξέρω. Δεν θέλω να μάθω. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορώ να τους φανταστώ ως παιδιά. Κι άμα δεν μπορείς να έχεις την εικόνα κάποιου ως παιδί – τότε κάπου υπάρχει ένα λάθος. Ένα σοβαρό, ένα μεγάλο λάθος. Και δεν το έχει κάνει εσύ. Στάνταρ αυτό!
Δεν τους νοιάζει. Καθόλου όμως. Μια εξίσωση είναι όλα – και με μαθηματικά της μαύρης συμφοράς. Ο ένας τρώει παϊδάκια στη Ραφήνα. Ο άλλος διδάσκει στο Χαρβαρντ πως θα χρεοκοπήσουν και οι υπόλοιποι λαοί. Ο τρίτος θα μας βάλει δωρεάν wi-fi.
Αν είναι ποτέ δυνατόν! Δεν υπάρχει! Ο κόσμος καταρρέει κι ο πρωθυπουργός σου μιλάει για δωρεάν wi-fi. Κι άμα λήγει η συνδρομή σου στη ΝΔ; Θα παίρνεις τηλέφωνο τα άλλα κόμματα να σου κάνουν πρόσφορες για απεριόριστο χρόνο ομιλίας και 1.500 δωρεάν sms προς τον Καμμένο πχ;
Δεν το ζω εγώ αυτό! Δεν το ζει αυτό κάνεις μας! Πετάνε τον κόσμο απ’ τα σπίτια τους, ουρά οι άστεγοί στα συσσίτια... Ο άλλος πήρε το παγκάκι και το στόλισε. Έβαλε μια κουβερτούλα, ένα μαξιλαράκι, ένα βάζο με λουλούδια... Και μάζεψε γύρω του και δυο τρία σκυλάκια που – ενώ δεν έχει να φάει ο ίδιος – προσπαθεί να τα ταΐσει κι αυτά. Και περνάνε οι περαστικοί και τον βοηθάνε... Όσο και όπως μπορεί ο καθένας... Γιατί υπάρχουν ΚΑΙ αυτοί οι άνθρωποι!
Κουράστηκα. Πολύ. Έπαιξα παιχνιδάκια με τον εαυτό μου. Χρησιμοποίησα όλα μου τα άλλοθι. Έβαλα στοιχήματα και τα’ χασα. Και μου γυρίσανε στα μούτρα. Είναι πολλά τα χρόνια... Είναι πολλά τα λόγια... Κι είναι πολλά τα ψέματα...
Θέλω πίσω τη ζωή μας. Θέλω πίσω τα όνειρά μου. Θέλω πίσω το αύριο του παιδιού μου. Θέλω πίσω την αξιοπρέπεια μου. Θέλω πίσω τον τόπο μου. Θέλω πίσω το πατρικό μου.
«Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι»... έλεγε ο Παλαμάς...
Γιατί σαν να το πατούν οι ξένοι – έτσι νιώθω...
Θέλω πίσω τα τρία κυπαρίσσια μου...
Που μέσα μου τα λέω «πατρίδα»!
ΕΛΕΝΑ ΑΚΡΙΤΑ