Του Θέμη Τζήμα
Αφορμή για το κείμενο αυτό αποτέλεσαν το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και διάφορες διεργασίες που εντοπίζονται στο χώρο των αντιμνημονιακών δυνάμεων, σταθερών ή και όψιμων.
Παραπάνω από τρία χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου μπορούμε να εντοπίσουμε τρία...
ρεύματα στον αντί - μνημονιακό χώρο:
το πρώτο βρίσκεται στο χώρο της λαϊκής δεξιάς. Κύριος εκφραστής του στην τωρινή Βουλή είναι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, παρότι υπάρχουν και άλλοι μικρότεροι σχηματισμοί προερχόμενοι από τη ΝΔ. Το βασικό τους κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι η επιθετική τους ρητορική στρέφεται κατά επιμέρους προσώπων - πολιτικών ή επιχειρηματιών - χωρίς όμως να αγγίζει τις δομικές αιτίες της κρίσης, εξ ου και οι δυνάμεις αυτές δεν τη χαρακτηρίζουν ως καπιταλιστική, ούτε προτάσσουν μια συνολική αλλαγή οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου ως απάντηση, παρότι σε διακηρυκτικό επίπεδο φλερτάρουν με κορπορατιστικές επιλογές εντός βέβαια του καπιταλισμού. Καταφεύγουν σε εισαγγελικού τύπου καταγγελίες και ερμηνεύουν συχνά τις εξελίξεις ως αποτέλεσμα κάποιας ανθελληνικής συνωμοσίας ή προσπάθειας γεωπολιτικής επιβολής επί της χώρας, αναδεικνύοντας μια από τις συνέπειες της κρίσης- τη γεωπολιτική επιδείνωση της θέσης της χώρας- σε αίτιο. Διόλου τυχαία λοιπόν παίζουν το παιχνίδι της αναζωπύρωσης των εθνικισμών, προτάσσοντας εν προκειμένω τον αντί- γερμανισμό τους.
Το δεύτερο και πλειοψηφικό σήμερα στον αντί-μνημονιακό χώρο ρεύμα είναι το - αντικειμενικά - σοσιαλδημοκρατικό και έχει στον πυρήνα του - ιδίως μετά το τελευταίο συνέδριό του - το ΣΥΡΙΖΑ, το αποσχισθέν τμήμα της ΔΗΜΑΡ, μερίδα των πασοκογενών στελεχών, τους οικολόγους κλπ. Τονίζω τον όρο “αντικειμενικά” διότι ένα μεγάλο μέρος ναι μεν δεν αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλδημοκρατικό αλλά προτάσσει σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές. Ενώ ορίζει ορθά την κρίση ως καπιταλιστική δεν προχωρά σε βάθος την ανάλυσή του. Ενώ έχει γνήσια και δίκαια αντιμνημονιακή τάση - αναφέρομαι στο ΣΥΡΙΖΑ- δεν προχωρά την ανάλυση ώστε να καταδείξει ότι τα μνημόνια δεν είναι πλέον κάτι ξέχωρο από τον εν Ελλάδι και εν Ευρώπη καπιταλισμό αλλά το κυρίαρχο μοντέλο αυτό καθεαυτό. Επομένως ότι πλέον το να είσαι αντιμνημονιακός δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι είσαι και σοσιαλιστής- αντικαπιταλιστής. Ενώ μιλά για αποικία χρέους άρα αποδέχεται ότι η κρίση στην Ελλάδα λαμβάνει χαρακτήρα νεοαποικιακού τύπου εξάρτησης δεν προτείνει πώς θα σπάσουν τα δεσμά της εξάρτησης σε βάθος. Η κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων με ένα νόμο και αν ακόμα υλοποιηθεί δεν αντιμετωπίζει ούτε όλες τις νομικές συνέπειες των μνημονίων- βλ. για παράδειγμα υπαγωγή του δημοσίου χρέους στο αγγλικό δίκαιο- ούτε κυρίως τις συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής, στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Επιπρόσθετα, η πρόταξη μιας άλλης διεθνούς διαπραγμάτευσης παρότι αναγκαία δεν αποτελεί πανάκεια όπως απέδειξε το παράδειγμα της Κύπρου.
Το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα αντί να σπάει τα τρομοκρατικά ταμπού που θέτει το κατεστημένο ως εργαλεία εκμετάλλευσης του λαού - βλ. για παράδειγμα ευρώ, άρνηση κάθε σκέψης εθνικοποίησης του τραπεζικού τομέα και οποιασδήποτε προοπτικής εθνικού, δημοκρατικού σχεδιασμού της παραγωγής και της οικονομίας - προσχωρεί σταδιακά σε αυτά, προκειμένου, σε μια εντελώς στατική και δημοσκοπική ανάλυση των πραγμάτων, να προσελκύσει κεντρώες ψήφους. Έτσι όμως ανοίγει μεγάλα κενά στη στρατηγική του, που τα πληρώνει αφενός με δημοσκοπική και ίσως αργότερα εκλογική καθήλωση, αφετέρου με μη επαρκή μαζικοποίηση της βάσης του. Μάλιστα, αρνείται να κάνει δουλειά βάσης στους μαζικούς χώρους επιλέγοντας διεργασίες μεταξύ στελεχών που αφήνουν αδιάφορα ή και καθιστούν εχθρικά κοινωνικά στρώματα και πολίτες που χειμάζονται από την κρίση. Κοινώς προσχωρεί στη σοσιαλδημοκρατία, υπό την έννοια ότι προτείνει επιμέρους αλλαγές εντός του κυρίαρχου μοντέλου και όχι άλλη στρατηγική, άλλο μοντέλο στον αντίποδα του σημερινού. Ελπίζει, ότι έως ότου κληθεί να κυβερνήσει, είτε οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις θα έχουν οξυνθεί, τόσο ώστε να μπορέσει να πατήσει σε μια πιθανή σύγκρουση ΗΠΑ- Γερμανίας ή κάποια αντίστοιχη, είτε ότι η κρίση θα έχει αμβλυνθεί, ώστε να διαπραγματευθεί μια πιο φιλική εκδοχή μνημονίου.
Το τρίτο ρεύμα είναι το σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό. Περιλαμβάνει το ΚΚΕ, το σχέδιο Β, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και διάφορες άλλες ομαδοποιήσεις κυρίως πασοκογενών, μη σοσιαλδημοκρατικών ομάδων. Διαθέτει παρά τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του δύο βασικά στοιχεία καίριας ανάλυσης: πρώτον ότι το να είσαι αντιμνημονιακός, όπως είπαμε σημαίνει να είσαι αντικαπιταλιστής γιατί για να αναιρέσεις τις συνέπειες των μνημονίων πρέπει να μπεις σε πορεία αναίρεσης του κυρίαρχου μοντέλου. Δεύτερον, είτε αρνείται εξ ολοκλήρου είτε καλεί σε συζήτηση πάνω σε θέματα ταμπού όπως το ευρώ, η εθνικοποίηση του τραπεζικού τομέα, ο εθνικός σχεδιασμός, η πραγματική αλλαγή παραγωγικού μοντέλου. Εϊναι το λιγότερο ορργανωμένο ρεύμα στο εσωτερικό του και έχει επίσης πρόβλημα συνεκτικής στρατηγικής, υπό την έννοια του σχεδιασμού των απαντήσεων στα διαφορετικά σενάρια εξέλιξης της κρίσης. Απαιτείται δηλαδή περαιτέρω ωρίμανσή του τόσο ως προς τις πολιτικές του θέσεις, όσο και ως προς τις κινήσεις του προκειμένου να αποκτήσει πραγματική μαζικότητα. Σε αυτή τη φάση περνά κάτω από τα ραντάρ του κατεστημένου διότι δείχνει αδύναμο, ωστόσο υποτιμούν οι συστημικές δυνάμεις την αριστερή ριζοσπαστικοποίηση που προκύπτει όσο προχωρά και εντείνεται η κρίση, όπως και το ρόλο που θα παίξουν δυνάμεις που έγκαιρα και συνεπώς αποσχίστηκαν από το ΠΑΣΟΚ.
Αυτά τα τρία ρεύματα σε πρώτη φάση θα τεθούν μπροστά στο ζήτημα της συνεννόησης μετά τις επόμενες εκλογές, εφόσον κάποιο από τα κόμματα που ανήκουν σε ένα από τα τρία ρεύματα, πιθανότατα ο ΣΥΡΙΖΑ, αναδειχτεί πρώτο κόμμα.
Αναλόγως των αποτελεσμάτων των εκλογών θα πιεστούν από τα πράγματα να συγκροτήσουν μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση μεταβατικής πολιτικής, τριών αξόνων- χοντρικά: άλλη διαπραγμάτευση εντός του ευρώ, νομοθεσία για κατάργηση των μνημονίων και υιοθέτηση πολιτικών ανακούφισης των χειμαζομένων από την κρίση κοινωνικών στρωμάτων. Η πιθανότερη συνεργασία είναι μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου ρεύματος, χωρίς όμως να αποκλείεται η συμμετοχή δυνάμεων και από το τρίτο. Θα είναι μια κυβέρνηση βραχύβια λόγω του συνδυασμού εξωτερικών πιέσεων και εσωτερικών διαφωνιών που θα κλιμακωθούν, όταν θα διαφανεί, ότι η συμφωνία σε έναν ελάχιστο κοινό τόπο δεν μπορεί να είναι μακρόπνοη. Η συνοχή του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ θα δοκιμαστεί πολύ έντονα.
Η εξάντληση των ορίων αυτής της κυβέρνησης θα εξαντλήσει ή έστω θα υποβιβάσει το ίδιο το αντιμνημονιακό πλαίσιο.
Σε αυτή τη φάση, το τρίτο ρεύμα αντιμνημονιακών δυνάμεων πρέπει να έχει πετύχει να διαθέτει μαζικό, λαϊκό κομματικό φορέα, με προγραμματική, στρατηγική επάρκεια, ώστε να αναδειχτεί ως η κυριότερη επιλογή δομώντας συμμαχίες με δυνάμεις και από τα δύο άλλα ρεύματα που θα έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί, όχι πια στον ελάχιστο κοινό τόπο του αντιμνημονίου αλλά σε αυτόν μιας άλλης στρατηγικής εξόδου από την κρίση για το λαό.
Θα αναλάβει, δηλαδή, αυτό τότε τον ηγεμονικό και ηγετικό ρόλο ως αποτέλεσμα της ωρίμανσης του λαού μέσα στην κρίση.
Αν όχι, αν αποτύχει να συγκροτηθεί, θα ανοίξει άθελά του, το δρόμο στη σύμπηξη και στην κυριαρχία της μαύρης συμμαχίας μνημονιακής δεξιάς και (επίσης μνημονιακής στην πραγματικότητα) ακροδεξιάς, που θα βυθίσει σε αφόρητη παρακμή τη χώρα και το λαό.
Ο καθοριστικός παράγοντας, εν τέλει, που θα κρίνει τις εξελίξεις, είναι η ωριμότητα και η διεκδίκηση πρωταγωνιστικού ρόλου από το λαϊκό παράγοντα.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr