Χιλιάδες επιστήμονες γεμίζουν τις βαλίτσες τους με ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, οργή, θλίψη και απογοήτευση για μια χώρα πους τους διώχνει. Φεύγουν για να προσφέρουν τις γνώσεις τους στην ξενιτιά....
«Kι όλο νιώθω στον τράχηλό μου το ζυγό της κι όλο δένει τη γλώσσα μου το τραύλισμά της κι όλο μου φέρνει κρύα ρίγη η χυδαιότητά της, η προσήλωσή της στα φαντάσματά της, οι υπεκφυγές της, οι αντιγραφές της, τα φρακαρισμένα της μυαλά, τα πτώματά της, τα κιβούρια της, τα εγκλήματά της… Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας». Δημήτρης Δημητριάδης, «Πεθαίνω σαν χώρα»
Οι επιστήμονες το αποκαλούν «brain drain». Τα τραγούδια το λένε «ξενιτιά». Είναι η μνήμη της γιαγιάς μου με τη φωτογραφία του αδελφού της στα χέρια: ώρες ατέλειωτες έλεγε τα νέα της, τις χαρές της, τις λύπες της σε μια ασπρόμαυρη χαμογελαστή φωτογραφία. Είναι αυτό που δεν φανταζόμασταν ότι εμείς θα ζήσουμε ποτέ: η διαρροή εγκεφάλων και η επιστημονική αφυδάτωση μιας χώρας ήταν για τη γενιά μας πρόβλημα της Αφρικής – μακρινή όσο και τα τραγούδια του Καζαντζίδη. Μέχρι που μπήκαμε στα χρόνια της μεγάλης κρίσης.
Αυτό δεν είναι ακριβώς ρεπορτάζ, είναι η ιστορία μιας παρέας. Της δικής μου παρέας, που πια συναντιέται μόνο στα social media και στο skype και κουνάει μαντίλια. Πόσα μαντίλια, πόσοι αποχαιρετισμοί τα τελευταία δύο χρόνια; Εχω χάσει το μέτρημα.
Ο Γιώργος, γιατρός στις ΗΠΑ
Ο πρώτος που έφυγε ήταν ο Γιώργος, 34 χρόνων, γιατρός. Επρεπε να περιμένει τουλάχιστον μια 5ετία για να κάνει ειδικότητα εδώ. Φυσικά είχε ήδη κάνει στρατιωτικό και αγροτικό. Ο πρώτος μισθός που του έδωσαν πριν από 6 χρόνια στην Αμερική ήταν 2.000 ευρώ. Σήμερα ούτε που το συζητάει να γυρίσει πίσω: έχει αλλάξει τρία νοσοκομεία και δύο Πολιτείες, έχει ολοκληρώσει την ειδικότητά του, ο μισθός του ανεβαίνει συνεχώς, αλλά, κυρίως, απολαμβάνει τις απεριόριστες ερευνητικές δυνατότητες που του προσφέρονται. Κυριότατα χαίρεται την ελευθερία του: «Στην Ελλάδα δεν υπήρχε περίπτωση να δηλώσω ανοιχτά πως είμαι γκέι. Εδώ συζούμε κανονικά με τον φίλο μου και δεν υπάρχει το παραμικρό πρόβλημα». Γιατρός κι επίσης μετανάστης στην Αμερική είναι και ο Πασχάλης, που έφυγε πριν ακόμα η… «ισχυρή Ελλάδα» διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. «Εφυγα το 2004 για μεταπτυχιακή εκπαίδευση, αλλά κυρίως λόγω της εργασιακής ανασφάλειας που επικρατούσε στον χώρο μου. Δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα να προσαρμοστώ κι ούτε ποτέ αισθάνθηκα ότι με αντιμετώπισαν διαφορετικά επειδή είμαι μετανάστης. Εζησα και έμαθα πράγματα που ποτέ δεν τα είχα φανταστεί. Παρ” όλα αυτά, δεν με έκαναν να σκέφτομαι πολύ διαφορετικά. Δεν επιθυμώ να επιστρέψω (πολύ περισσότερο λόγω της οικονομικής κρίσης). Η ξενιτιά τελικά δεν είναι και τόσο βαριά».
Η Πανδώρα, ερευνήτρια στις Βρυξέλλες
Η Πανδώρα Κόδρου εργάζεται σε ένα ερευνητικό κέντρο στις Βρυξέλλες. Οσο κι αν έχω προσπαθήσει να καταλάβω τι ακριβώς κάνει εκεί, δεν τα καταφέρνω. Πάντως η έρευνά της σχετίζεται με τις φυσικές καταστροφές και τις επιπτώσεις τους στην υγεία του γενικού πληθυσμού και σίγουρα δεν γίνεται στην Ελλάδα. Ζει σε μια μικρή σοφίτα, εργάζεται 12-15 ώρες την ημέρα. «Ηρθα εδώ αναζητώντας μια ευκαιρία και την βρήκα. Οι άνθρωποι είναι ανοιχτοί, υπάρχει αξιοκρατία. Υπάρχουν κάποιες στιγμές αμηχανίας στο γραφείο όταν γίνονται αστεία σε βάρος των Ελλήνων, αλλά μέχρι εκεί, δεν θα έλεγα πως μας αντιμετωπίζουν ρατσιστικά. Υπάρχουν και ορισμένα μαγαζιά που δεν δέχονται πιστωτικές κάρτες από ελληνική τράπεζα. Στο Παρίσι όπου πήγε μια φίλη μου τα πράγματα είναι χειρότερα: έψαχνε για διαμέρισμα και της ζητούσαν να καταβάλει εξαρχής 6 ενοίκια, πράγμα παράνομο».
Η Τζίνα, δημοσιογράφος στις Βρυξέλλες
Φέτος για την Τζίνα Παπαμιχαήλ είναι τα τρίτα Χριστούγεννα εκτός. Η νεαρή δημοσιογράφος, αφού απολύθηκε από το μέσο όπου εργαζόταν κι ενώ το τσουνάμι που θα σάρωνε τον χώρο του Τύπου αχνοφαινόταν στον ορίζοντα, αποφάσισε να ανοίξει τα φτερά της σε άλλες χώρες. Η αναζήτησή της την έχει φέρει στις Βρυξέλλες: «Προς το παρόν κάνω μόνο το μάστερ, που είναι πάνω στα ψηφιακά μέσα και την επικοινωνία. Για να βρω δουλειά πρέπει πρώτα να μάθω γαλλικά. Μεγάλος αγώνας… Οσο είναι δύσκολο να ζεις εντός Ελλάδας, άλλο τόσο είναι το εκτός. Ξένος μπορείς να είσαι παντού, ακόμα και στην ίδια σου τη χώρα. Οι δυσκολίες δεν φεύγουν όταν μεταναστεύσεις. Τις κουβαλάς μαζί σου και μαζί μ’ αυτές κι όλους εκείνους που έχεις αφήσει πίσω. Το πιο ζόρικο αλλά και το πιο απελευθερωτικό ταυτόχρονα είναι το αίσθημα ότι δεν ανήκεις πουθενά. Ούτε στη χώρα που σε φιλοξενεί ούτε στη χώρα που διάλεξες να αποχαιρετήσεις».
Στην Αυστραλία
Από την άλλη άκρη του πλανήτη, στην Αυστραλία, ο ανταποκριτής της ΕΡΤ, Αλέκος Μάρκελος, μας μιλάει για τη νέα μετανάστευση: «Οι ελληνικές παροικίες στη Μελβούρνη, το Σίδνεϊ, το Ντάργουιν, την Αδελαΐδα και αλλού βιώνουν την αυξανόμενη παρουσία νεοαφιχθέντων από την Ελλάδα στον μεγαλύτερο βαθμό από τον καιρό που ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα μετανάστευσης τη δεκαετία του ’70. Ελληνες με διπλή υπηκοότητα, παιδιά μεταναστών της πρώτης γενιάς αρκετοί, δεν προσμετρώνται στα στατιστικά δελτία. Συγγενείς πρώτου βαθμού, θείοι κ.λπ., πολλοί αναζητούν με κάθε τρόπο νόμιμη διαμονή. Οι βίζες για εδώ είναι δύσκολες». Και πώς είναι η ζωή για τους μετανάστες στη χώρα των καγκουρό; Είναι χαρακτηριστικό το μέιλ που μου έστειλε ως απάντηση στις ευχές μου για τα γενέθλιά του ο Πέτρος. Πρόσφατα εγκαταστάθηκε συν γυναιξί και τέκνοις στη Μελβούρνη: «Καλημέρα από δώθε, πάω για βάρδια. Μια ώρα από το σπίτι. 02.00-12.30. Κάθε μέρα αυτό. Νυχτερινός-πρωινός. Εσοδα-έξοδα: Μια η άλλη… Σκέφτομαι, αν αυτά είναι τα ωράρια και οι βάρδιες σήμερα που γίνομαι 48, διπλά δηλαδή από τα… 28, χωρίς παραπάνω κέρδος, μάλλον κανονικός νεο-μετανάστης είμαι! Βέβαια, το κέρδος ως γονιός, για τα παιδιά που μεγαλώνουν εδώ αντί για εκεί, δεν είναι μετρήσιμο σε δολάρια… Χρόνια μου πολλά, αντέχω ακόμη!».
Ξεριζωμένος για δεύτερη φορά
Ο Νίκο Αγκο είναι δημοσιογράφος. Ηρθε στην Ελλάδα με το πρώτο κύμα μεταναστών από την Αλβανία. Κι είναι ένας από εκείνους που έδωσαν τη μάχη για να γίνει η Ελλάδα μια ανοιχτή, πολυπολιτισμική, δημοκρατική χώρα. Στις αρχές του φθινοπώρου αναγκάστηκε λόγω κρίσης να καταφύγει σε μια κρύα χώρα με θερμούς ανθρώπους, τη Σουηδία. Αυτό το έτος σπουδάζει τη γλώσσα και, ταυτόχρονα, γράφει ένα βιβλίο που θα εκδοθεί στη Σουηδία, για την άνοδο του ναζισμού στην Ελλάδα. Πώς είναι να ξεριζώνεσαι για δεύτερη φορά, Νίκο; «Τότε, πριν ακόμα κλείσω τα 22, η πρώτη μετανάστευση ήταν περίπου σαν μια εκδρομή. Η αγωνία του καινούργιου, οι δυσκολίες της διαδρομής -που έγιναν δυσκολότερες αλλά και ενδιαφέρουσες στη διαδρομή της ζωής στην Ελλάδα- ανακατεύονταν με τη φλόγα της προσμονής που έκαιγε ακατάπαυστα σε όλους εμάς που το «απέναντι» ήταν απαγορευμένο ακόμα και ως σκέψη. 21 γεμάτα χρόνια στην Ελλάδα. Ονειρα που πήραν σάρκα και οστά και άλλα που έμεναν στο «συρτάρι». 21 χρόνια μετά, κι ενώ τα παιδιά μου κοντεύουν την ηλικία της πρώτης μου μετανάστευσης –και αντιμετωπίζονται στην Ελλάδα ως μετανάστες κι ας μη μετανάστευσαν ποτέ- ξανά μετανάστης. Ξανά από την αρχή. Ξανά όνειρα. Ξανά δυσκολίες. Ξανά ξένος. Αναγκαστικά. 21 χρόνια μετά, την Ελλάδα την έκανα δική μου, εκείνη αρνήθηκε πεισματικά να κάνει το ίδιο. Ας είναι, ό,τι αγαπάμε πολύ, ψάχνουμε να του βρούμε μόνο θετικά». Σήμερα μαθαίνω τα νέα του φοιτητή πια Νίκο από το facebook. Και καμαρώνω κάθε φορά που μαθαίνει μια καινούργια λέξη στα σουηδικά ή περνάει τα τεστ του.
Ο Γιώργος, φωτογράφος στην Πολωνία
«Αποφάσισα να φύγω από την Ελλάδα ή η Ελλάδα αποφάσισε να φύγει από εμένα;» αναρωτιέται ο Γιώργος Μάκκας. Είναι φωτογράφος και συνεργαστήκαμε επί πολλά χρόνια στο «Εψιλον» της «Ελευθεροτυπίας». Σήμερα ζει στη Βαρσοβία. «Πέρα από τα οικονομικά προβλήματα που σχεδόν όλοι αντιμετωπίζουμε, η χώρα μου έπαψε να είναι αυτή που ήξερα. Η ελληνική φιλοξενία αντικαταστάθηκε από τον ρατσισμό, η ανεκτικότητα από μισαλλοδοξία, η βία -σωματική και ψυχολογική- είναι η καθημερινότητα, οι άνθρωποι είναι σκυθρωποί. Εκτός από την οικογένειά σου και 5 φίλους δεν υπάρχει κάτι άλλο να σε κρατάει. Η ζωή στη Βαρσοβία είναι πολύ διαφορετική. Το κράτος φροντίζει για όλες τις βασικές ανάγκες των πολιτών σε ικανοποιητικό βαθμό: ελάχιστη γραφειοκρατία, αποτελεσματικές και γρήγορες δημόσιες υπηρεσίες, σχεδόν τέλειο σύστημα μεταφορών, χαμηλά κόστη θέρμανσης και ηλεκτρισμού κτλ κτλ. Το βασικότερο όμως είναι ότι οι άνθρωποι σε καλωσορίζουν, υπάρχει αισιοδοξία, καλοσύνη κι ένα έντονο συναίσθημα ότι ανήκεις σε ένα σύνολο και όχι μόνο στον εαυτό σου. Η Πολωνία πέρασε πολύ δύσκολα χρόνια, χειρότερα από ό,τι περνάει η Ελλάδα. Παρ” όλα αυτά, ενωμένοι και κοιτάζοντας μπροστά, οι Πολωνοί κατάφεραν να βγουν από τον βούρκο. Αντίθετα, η ελληνική κοινωνία δεν θέλει να δει την κατάστασή της, να πάρει αποφάσεις και να κάνει ριζοσπαστικές αλλαγές».
Κάπου εδώ σταματάει αυτό το ρεπορτάζ. Δυστυχώς όχι γιατί είναι μονάχα ετούτοι οι φίλοι που αναγκάστηκαν να φύγουν για τα ξένα. Είναι πολύ περισσότεροι από όσους χωράνε στις σελίδες μια εφημερίδας. Οπως δεν χωράνε οι άγρυπνες νύχτες πριν από τη μεγάλη απόφαση, τα διλήμματα, οι ενοχές απέναντι σε αυτούς που αφήνεις πίσω, η οργή για τη χώρα σου που σε έδιωξε, η αγωνία σου για τη χώρα που σε δέχτηκε. Οπως δεν χωράνε η απέραντη θλίψη, ο θυμός, η οδύνη, κάθε φορά που εσύ μένεις πίσω και κουνάς το μαντίλι.
Της Ντίνας Δασκαλοπούλου
………………………………………………………………………………………………………………………………………..
ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ 73% με μεταπτυχιακό, 84% δεν γυρίζουν
Ενας στους δύο Ελληνες σε παραγωγική ηλικία είναι έτοιμος να τα μαζέψει και να φύγει από τη χώρα, όπως δείχνει έρευνα που δημοσιοποίησε πριν από λίγο καιρό η εταιρεία διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού Adecco. Το 36% προβάλλει ως κύριο λόγο την ανεργία, το 29% την έλλειψη προοπτικής και το 12% τους χαμηλούς μισθούς. Οι περισσότεροι (63%) ποντάρουν σε υψηλότερες αμοιβές και καλύτερη ποιότητα ζωής (58%), ενώ ένα καθόλου ευκαταφρόνητο 47% σε αξιοκρατική επαγγελματική εξέλιξη. Ποιο είναι όμως το προφίλ του δικού μας ξενιτεμένου; Διαθέτει μεταπτυχιακό (73%) ή διδακτορικό (51,2%). Πιθανότατα έχει αποφοιτήσει από ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου (41%). Είναι οικονομολόγος ή νομικός (33%), προγραμματιστής, φυσικός ή χημικός (25%), μηχανικός (23%). Ο Ελληνας μετανάστης επιδιώκει να πάει στη Βρετανία (31,7%), στις ΗΠΑ (28,7%) ή στη Γερμανία (6,6%). Το «Επενδύοντας στη φυγή» του Λόη Λαμπριανίδη, από το οποίο αντλούμε τα παραπάνω στοιχεία, αποτελεί την πρώτη μελέτη για το φαινόμενο αυτό στην Ελλάδα. Στηρίζεται σε εκτεταμένη έρευνα πεδίου, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 2.700 Ελληνες επιστήμονες που εργάζονται σε 41 χώρες. Ενδεικτικό της έντασης του κύματος φυγής είναι ότι δημοφιλείς μηχανές αναζήτησης βγάζουν μπάνερ για γραφεία ευρέσεως εργασίας στο εξωτερικό (όπως παλιά διαφήμιζαν διακοποδάνεια): μόνο σε μια τέτοια ιστοσελίδα έχουν υποβληθεί πάνω από 90.000 βιογραφικά. Και τι γίνεται όταν κανείς πάρει τον μακρύ δρόμο για έξω; Επιστρέφουν; Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε άλλη εταιρεία «διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού» τον Σεπτέμβριο, η Manpower, από τους ξενιτεμένους μας δεν επέστρεψαν ούτε… δύο στους δέκα (15,9%). Η συντριπτική πλειοψηφία (84,1%) παραμένει στο εξωτερικό.
…………………………………………………………………………………………………………………………………….
«Κρατήστε αυτά τα μυαλά στη χώρα σας»
«Η μεγαλύτερη τραγωδία της ελληνικής κρίσης είναι ότι μια ολόκληρη γενιά κινδυνεύει να χαθεί. (…) Η φυγή των προικισμένων αυτών μυαλών θα καθυστερήσει ακόμα περισσότερο την ανάκαμψη της οικονομίας. Θα σας είναι πολύ δύσκολο να βρείτε άξια στελέχη για νέες επιχειρήσεις, για τους υγιείς δημόσιους οργανισμούς, για όποιες νέες κρίσιμες θέσεις προκύψουν. Ο πλούτος μιας χώρας δεν είναι μόνο υλικός, αλλά και ανθρώπινος. (…) Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχετε ανάγκη να κρατήσετε αυτά τα μυαλά εντός, αλλά και να τους δώσετε την ευκαιρία να ξεδιπλώσουν τις ικανότητες, τα ταλέντα τους, τις δεξιότητές τους. Να υπάρξει ζωτικός χώρος ώστε να μπορέσουν να ανθήσουν». Μαρκ Μαζάουερ, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια (από συνέντευξή του στην «Καθημερινή»)
ΠΗΓΗ Εφημεριδα των συντακτων