19 Φεβ 2012

Der Spiegel: σε πτώση το κατεστημένο, σε άνοδο η Αριστερά


Στην ευνοημένη, από τις πολιτικές ανακατατάξεις που προκαλεί η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, Αριστερά αναφέρεται και αναλύει άρθρο της ανταποκρίτριας του «DER SPIEGEL» στην Αθήνα, Julia...
Amalia Heyer.  

Στο άρθρο, που δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του εβδομαδιαίου περιοδικού με τίτλο «Τα πάντα ρει» και υπότιτλο «Το ριζοσπαστικό πρόγραμμα λιτότητας έχει προκαλέσει στην Αθήνα τη μεγαλύτερη πολιτική αλλαγή από το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974. Μέχρι τώρα επωφελείται κυρίως η Αριστερά», διαπιστώνεται ότι ο δικομματισμός του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, που εδώ και 40 χρόνια περίπου μοιράζονταν θέσεις στο Υπουργικό Συμβούλιο και προνόμια, έχει τελειώσει και το δίλημμα εν πολλοίς μετατίθεται στο «Κουβέλης ή Τσίπρας;».
    
Εισαγωγικά, αναφέρονται αποσπάσματα ομιλίας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα στο κλειστό γήπεδο Περιστερίου, στην οποία επέκρινε σφοδρά τους «ξένους τοκογλύφους» και καυτηρίασε «την εξαθλίωση του ελληνικού λαού και το ξεπούλημα της χώρας μας!».

Όταν ακούς τον Τσίπρα, νομίζεις, ότι τυχαία έπεσε το χρέος στην Ελλάδα

Για τον Τσίπρα
– παρατηρεί η Heyer - έναν στόχο έχουν οι Ευρωπαίοι: το τέλος του κυρίαρχου ελληνικού κράτους. «Θα πρέπει να εμποδίσουμε να μετατραπεί η Ελλάδα και πάλι σε γερμανικό προτεκτοράτο», λέει και φωνάζει δυνατά: «Δεν είμαστε γερμανική αποικία».

Στη συνέχεια, η ανταποκρίτρια αναφέρεται στις πολιτικές ανακατατάξεις, που προκαλεί η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, ευνοώντας τις δυνάμεις της Αριστεράς:

Ο Αλέξης Τσίπρας, με τη δηκτική ρητορεία του, είναι πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς». Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, κατέχει αυτή τη στιγμή τη δεύτερη θέση ανάμεσα στους δημοσφιλέστερους έλληνες πολιτικούς. Μόνον ο δικηγόρος Φώτης Κουβέλης, ο πρόεδρος της «Δημοκρατικής Αριστεράς» (ΔΗΜ.ΑΡ.), είναι πιο δημοφιλής.

Η κατάσταση αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι πολύ αβέβαιη σχετικά με το αν η χώρα μπορεί να παραμείνει στην Ευρωζώνη, αν θα εκταμιευτούν τα δισεκατομμύρια από το δεύτερο πακέτο διάσωσης ή αν οι Έλληνες θα εφαρμόσουν πράγματι τις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες απαιτούν οι διεθνείς πιστωτές.  

Μόνο ένα πράγμα είναι προβλέψιμο αυτή τη στιγμή: ότι τίποτα δεν θα μείνει όπως ήταν μέχρι τώρα. «Όλα αλλάζουν, όλα τρομάζουν», γράφει η εφημερίδα «Καθημερινή».

Την προηγούμενη εβδομάδα, η μεταβατική κυβέρνηση υπό τον Π/Θ Λουκά Παπαδήμο με κόπο κατάφερε να εγκριθούν οι δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις, τις οποίες απαιτούν η ΕΕ, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Το πολιτικό τίμημα ήταν βαρύ: Το ακροδεξιό κόμμα ΛΑΟΣ παραιτήθηκε από την κυβέρνηση και οι επικεφαλής των δύο μεγάλων παραδοσιακών κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν 43 παραιτήσεις και διαγραφές από το κόμμα.

Το αρχαίο ρητό «Τα πάντα ρει» περιγράφει καλύτερα από κάθε άλλο σχόλιο της εφημερίδας την κατάσταση στην Ελλάδα. Το πολιτικό σύστημα βιώνει τη μεγαλύτερη αλλαγή του μετά το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας το 1974. Και το πολιτικό κατεστημένο βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.

Ωφελημένα από την κρίση είναι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, κυρίως τα κόμματα της παραδοσιακά ισχυρής Αριστεράς στην Ελλάδα, στα οποία ανήκει και ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Η εταιρία δημοσκοπήσεων Public Issue εκτιμά στο 12% την πρόθεση ψήφου για τον ΣΥΡΙΖΑ και 18% για τη Δημοκρατική Αριστερά του Κουβέλη. Το ΚΚΕ, το παλαιότερο κόμμα της χώρας, βρίσκεται στο 12,5%.

Αν τα ποσοστά αυτά προστεθούν όλα μαζί, προκύπτει θεωρητικά μια ικανή προς σχηματισμό κυβέρνησης πλειοψηφία της τάξης του 42,5% - και μάλιστα χωρίς το σοσιαλιστικό κυβερνητικό κόμμα ΠΑΣΟΚ του πρώην Πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου.

Μετά την εκλογική του νίκη το 2009 το ΠΑΣΟΚ με 43,9%, έχει κατακρημνιστεί τώρα στο 8% - εξέλιξη, που οι ευρωπαίοι εκλογολόγοι ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαν καταγράψει άλλη φορά.

Όπως αναφέρεται στο άρθρο, ακόμη και αν οι δημοσκόποι λένε ότι δεν μπορούν, ρωτούν τόσο γρήγορα όσο αλλάζουν οι απαντήσεις στη χώρα, ωστόσο η τάση σε όλες της δημοσκοπήσεις των μεγάλων εταιριών δημοσκοπήσεων είναι η ίδια: Ο δικομματισμός του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, που εδώ και 40 χρόνια περίπου μοιράζονταν θέσεις στο Υπουργικό Συμβούλιο και προνόμια, έχει τελειώσει.

Τον Απρίλιο αναμένεται η διεξαγωγή εκλογών, η ακριβής ημερομηνία όμως δεν έχει ακόμη καθοριστεί.

Η σκέψη όμως ότι μία ενωμένη Αριστερά θα μπορούσε να κερδίσει και από τις αρχές του καλοκαιριού να δημιουργήσει νέα κοινοβουλευτικά ήθη είναι μόνο ένα διανοητικό παιχνίδι για σαφή κοινοβουλευτική αναλογία, είναι βέβαια ένα διανοητικό παιχνίδι. Γιατί η ελληνική Αριστερά είναι βαθιά διχασμένη.

«Οι συνασπισμοί είναι δύσκολοι», λέει ο Αλέξης Τσίπρας και προσθέτει ότι ίσως να συνασπιζόταν με το ΚΚΕ, αλλά δεν μπορεί. Οι Κομμουνιστές συμφωνούν βέβαια με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντίθεσή τους για τις δανειακές συμβάσεις με την Τρόικα. Αλλά εκείνοι – πιστοί στην ύστερη σταλινική τους παράδοση – να βγουν από το ΝΑΤΟ, από την ΕΕ και, φυσικά, από την Ευρωζώνη. Αντίθετα, ο Τσίπρας θέλει να διατηρήσει το ευρώ.

Όπως λέει, θέλει «να παραμείνει η Ελλάδα ένα συστημικό πρόβλημα για την Ευρώπη». Επειδή μόνον έτσι διασφαλίζεται ότι θα εισρεύσουν στη χώρα τα δισεκατομμύρια από τα πακέτα διάσωσης. Μόνον έτσι η Ευρώπη θα παρατείνει τον χρόνο αποπληρωμής του ελληνικού χρέους ή κάποια μέρα μπορεί και να τα διαγράψει τελείως – φοβούμενη τον κίνδυνο μετάδοσης, ο οποίος θα προκληθεί από ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας. Σ’ αυτό ποντάρει ο Τσίπρας. Πρόκειται για μια ωμή λογική, για έναν εκβιασμό.

Όταν ακούς τον Τσίπρα, νομίζεις ότι εντελώς τυχαία έπεσε το υπερβολικό χρέος στην Ελλάδα - γράφει η Heyer. Υπεύθυνα για τη μιζέρια είναι για εκείνον το «διεθνές κεφάλαιο» και οι «εσφαλμένες προτεσταντικές αρχές της Άνγκελα Μέρκελ». 

Η συνταγή που προτείνει είναι: Ανάπτυξη μέσω περισσότερων δανείων. Η ΕΚΤ μπορεί κάλλιστα να τυπώσει χρήμα, για να βοηθήσει την Ελλάδα.

Πέραν της υψηλότερης φορολόγησης των πλούσιων εφοπλιστών,
ο Τσίπρας δεν έχει να προτείνει άλλες πραγματικά ριζικές μεταρρυθμίσεις.

Μπορεί να είναι η ξεροκεφαλιά του, η εμμονή του στους πολεμικούς τόνους ή η έλλειψη αυτοκριτικής, που κάνουν τον Τσίπρα τόσο αγαπητό στους ψηφοφόρους. Τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά όμως τον κάνουν ανεπιθύμητο ως κυβερνητικό εταίρο στον άλλο αριστερό πολιτικό, ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι ο δημοφιλέστερος στην Ελλάδα.

Το κόμμα του Κουβέλη οφείλει την επιτυχία του στην παρακμή του ΠΑΣΟΚ

Ο Φώτης Κουβέλης, 61 ετών, διετέλεσε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 για τρεις μήνες Υπουργός Δικαιοσύνης. Σήμερα, η Δημοκρατική Αριστερα είναι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το δεύτερο ισχυρότερο κόμμα μετά τη συντηρητική Νέα Δημοκρατία. Ο Κουβέλης θεωρεί τις απαιτήσεις του Τσίπρα «μη ρεαλιστικές». Οι δύο τους γνωρίζονται από παλιά. Το 2008 είχαν κονταροχτυπηθεί για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και τότε ο Κουβέλης έχασε.

«Το κράτος πρέπει να αλλάξει», λέει τώρα. Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι μόνο σημαντικές για τη μείωση του χρέους. Είναι απολύτως απαραίτητες και για τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας.

Ο Κουβέλης θέλει να μετατρέψει τη νέα δανειακή σύμβαση, την οποία το κόμμα του δεν υποστηρίζει, σε ένα «σχέδιο ανάπτυξης» - με τη βοήθεια των ευρωπαϊκών ταμείων και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.  

Θέλει η ΕΚΤ να επαναγοράζει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα – και η ΕΕ να κάνει λίγο περισσότερη υπομονή με την Ελλάδα. Ο ίδιος δεν επικροτεί τις εξάρσεις μίσους κατά της Άνγκελα Μέρκελ, αλλά παρ’ όλα αυτά ανησυχεί. Λέει ότι δεν χρειάζεται μια γερμανική Ευρώπη. Η «γερμανική οικονομική και οικονομική ηγεμονία» τον φοβίζει.

Το κόμμα του Κουβέλη οφείλει την επιτυχία του στη θεαματική παρακμή του ΠΑΣΟΚ και του προέδρου του Γιώργου Παπανδρέου. Ακόμα αρνείται να παραιτηθεί ο απόγονος της πολιτικής δυναστείας μεγάλης επιρροής. Η βεβαιότητα ότι εκείνος θα είναι ο τελευταίος Παπανδρέου του λεγόμενου παπανδρεϊκού κόμματος, κάνει την αποχώρησή του ακόμα δυσκολότερη.

Συνεχίζοντας την ανάλυση η Julia Amalia Heyer εξηγεί, ότι  η φθίνουσα πορεία της καθεστηκυίας πολιτικής τάξης δεν περιορίζεται μόνο στο ΠΑΣΟΚ. Σχεδόν δραματικότερη είναι η ομολογία αποτυχίας του αρχηγού της συντηρητικής ΝΔ Αντώνη Σαμαρά την προηγούμενη εβδομάδα.

Εκείνος που τον Μάιο του 2010 έδιωξε θορυβωδώς την πρώην δήμαρχο Αθηναίων Ντόρα Μπακογιάννη από το κόμμα του, επειδή υπερψήφισε το πρώτο μνημόνιο, έδωσε εντολή, μετά την ψηφοφορία για το δεύτερο πρόγραμμα λιτότητας, να διαγραφούν 21 βουλευτές, επειδή το καταψήφισαν.

Οππορτουνιστή δεν τον χαρακτηρίζουν πλέον μόνον οι αντίπαλοί του. Σε περίπτωση που λάβει στις εκλογές το 30% των ψήφων, όπως δείχνουν μέχρι τώρα οι δημοσκοπήσεις, θα μπορούσε ίσως να εκπληρώσει τη μεγάλη του επιθυμία και να γίνει Πρωθυπουργός τον Απρίλιο. Αλλά το ποσοστό αυτό δεν αρκεί για μια μονοκομματική κυβέρνηση της ΝΔ. Ίσως να μην αρκεί καν για έναν μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό μαζί με το αποδεκατισμένο ΠΑΣΟΚ.

Νέα δισεκατομμύρια για την Ελλάδα όμως θα διατεθούν, μόνον αν η ελληνική κυβέρνηση, ανεξάρτητα από το ποια θα είναι, θα αποδεχτεί τους όρους για ένα δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης, όπως απαιτούν το ΔΝΤ και η ΕΕ.

Ούτε ο Τσίπρας ούτε ο Κουβέλης θα είναι πρόθυμοι να συναινέσουν σε μια τέτοια συμφωνία ως κυβέρνηση συνασπισμού.

Ακόμα και μετά τη λιποταξία του ΛΑΟΣ από τη μεταβατική κυβέρνηση, ο Σαμαράς δεν μπορεί να ελπίζει στους ακροδεξιούς ως κυβερνητικούς εταίρους.

Οι προοπτικές διαγράφονται πάρα πολύ ζοφερές, διαπιστώνει η Heyer, εν κατακλείδι
.

ΠΗΓΗ: tvxs.gr