4 Δεκ 2011

Κώστας Βεργόπουλος: "Η επιστροφή στο παρελθόν"


H ελληνική οικονομία καταβυθίζεται σήμερα σε υφεσιακή δυναμική, περισσότερο από -12% κατά την τελευταία διετία. 
Η ύφεση θα μπορούσε να αιτιολογείται με την υπερχρέωση: Έπειτα από περίοδο υπέρογκου δανεισμού, η οικονομία εγκαθίσταται σε πορεία ξεχρέωσης...

Αυτό καταρχήν συνεπάγεται μεταφορά εισοδήματος και πλούτου από την οφειλέτρια χώρα προς τους πιστωτές. 

Ωστόσο, μεγαλύτερο πρόβλημα από την απλή ξεχρέωση της χώρας δημιουργούν οι κυβερνήσεις της, που, υπό την επίβλεψη των Ευρωπαίων πιστωτών, διοργανώνουν εκ των άνω, όχι μόνον κάποια υποθετική «ξεχρέωση», αλλά την τελική κατεδάφιση τόσο της οικονομίας όσο και της κοινωνίας. Το επόμενο στάδιο από την υπερχρέωση, πιθανώς, θα δικαιολογούσε κάποια επιβράδυνση της οικονομίας, σήμερα, όμως, με πρόσχημα την ξεχρέωση, διοργανώνεται εκ των άνω όχι η απλή επιβράδυνση, αλλά η κυριολεκτική, αδικαιολόγητη, αντιπαραγωγική αποδόμηση, αποδιάρθρωση και κατάρρευση.


Το φαινόμενο της εκ των άνω καθοδηγούμενης πορείας προς την ύφεση δεν είναι μόνον ελληνικό, όπως κάποιοι σπεύδουν πρόθυμα να αποδεχθούν και να νομιμοποιήσουν με την επίκληση της πλασματικής ευωχίας που είχε προηγηθεί. Ατυχώς, σήμερα, με πρόσχημα την υπερχρέωση, η υφεσιακή δυναμική επεκτείνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, με επιλογή και ευθύνη ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, υπό γερμανική καθοδήγηση.


Αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, όπως σημειώνει ο καθηγητής του Χάρβαρντ, Λάιμ Φέργκιουσον, ότι, έπειτα από περίοδο πιστωτικής επέκτασης, ακολουθεί πάντα για τους υπερχρεωμένους οφειλέτες περίοδος «πιστωτικού στραγγαλισμού». 
Ο συνάδελφός του στο Χάρβαρντ Κένεθ Ρογκόφ συμφωνεί επίσης: Στην οικονομική ιστορία οκτακοσίων ετών του κόσμου, την περίοδο πιστωτικής ευωχίας διαδέχεται πάντα περίοδος «πιστωτικής καταστολής». Φθάνει ένα σημείο, πέραν του όποιου οι πιστωτές χάνουν την εμπιστοσύνη τους ως προς την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, με συνέπεια την προσφυγή σε άμεσα συντηρητικά μέτρα επί του εισοδήματος και της περιουσίας του.


Για την οικονομική ορθοδοξία, ο 18ος αιώνας στάθηκε εποχή χρηματοπιστωτικής «ασωτίας», που χρειάσθηκε για να τη συμμαζέψει η λιτότητα του 19ου αιώνα. 
Πράγματι, ο 18ος αιώνας δημιούργησε απεριόριστα χρέη, ενώ ο 19ος κυριαρχήθηκε από συντηρητικό πνεύμα «νοικοκυροσύνης». Εάν ο πρώτος υπήρξε αιώνας «ασωτίας», ο δεύτερος ήταν αιώνας «συμμαζέματος». 
Στη συνεχεία, όμως, ο 20ός αιώνας επανέφερε τη χρηματοπιστωτική «ασωτία», στην οποία αποδόθηκε η μείζων οικονομική κρίση του 1929. Η εμπειρία, ωστόσο, της απεμπλοκής από αυτή, κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, δεν επιβεβαίωσε τη συντηρητική διαχείριση και «νοικοκυροσύνη» του 19ου αιώνα, αλλά ανέδειξε την επιλογή της οικονομικής ανάκαμψης ως ρεαλιστικό ορίζοντα για την ξεχρέωση των οφειλετών. Η αποτελεσματικότητα της νέας επιλογής αποδείχθηκε έμπρακτα τόσο στις ΗΠΑ όσο, επίσης, και στη Γερμανία και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες μεταπολεμικά. 
Η ανάκαμψη δημιουργεί νέο, πρόσθετο εισόδημα, που επιτρέπει ευκολώτερα την αποπληρωμή, χωρίς να κατεδαφίζεται ο οφειλέτης.


Θα περίμενε κανείς σήμερα, στον 21ο αιώνα, οι εμπειρίες του παρελθόντος να αξιοποιούνται και να μην απωθούνται στην άγνοια και την περιφρόνηση – ακόμη και για τους ερευνητές. 
Εντούτοις, οι πιστωτές προκλητικά λοιδορούν τη θετική μεταπολεμική εμπειρία, επαναφέροντας την οικονομική πολιτική στο κατασταλτικό πνεύμα του 19ου αιώνα. 
Σήμερα, τόσο ο Γερμανός πιστωτής όσο και ο Κινέζος ομόλογός του επιβάλλουν με κάθε τρόπο στην παγκόσμια οικονομία την επιλογή της ύφεσης, απορρίπτοντας ριζικά κάθε ιδέα περί ανάκαμψης και δημιουργίας νέου εισοδήματος είτε στην Ευρώπη είτε στις ΗΠΑ. Στην υφεσιακή επιλογή εμπλέκονται επίσης οι τραπεζίτες, χρηματιστές και επαγγελματίες κερδοσκόποι του δυτικού κόσμου, εναντίον των οποίων εγείρεται σήμερα η κοινωνική κατακραυγή.


Στο βωμό του χρήματος και των συσσωρευμένων πιστώσεων, θυσιάζεται σήμερα όχι μόνον το κοινωνικό κράτος, αλλά επίσης και η κοινωνία, η δημοκρατία. 
«Ο 21ος αιώνας θα είναι μπαλζακικός», αποφαίνεται ο Γάλλος πολιτικολόγος Πιερ Ροζανβαλόν. Δηλαδή, αιώνας του κληρονομούμενου συσσωρευμένου πλούτου εις βάρος της δημιουργίας νέου πλούτου. 
Αιώ νας που διαβρώνει την οικονομική, κοινωνική αξιοκρατία, ακόμη και την απλή έννοια της δημοκρατίας. Βαθαίνει το ρήγμα ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και εισοδηματίες αφενός, στους επιχειρηματίες, ενοικιαστές, μισθωτούς αφετέρου – εποχή οπισθοδρομική και εφιαλτική.
Παρόμοια η διαπίστωση του Γάλλου οικονομολόγου Τομά Πικετύ: «Σε περιόδους παρατεταμένης ύφεσης, το παρελθόν καταβροχθίζει το μέλλον»
Ο αποθηκευμένος πλούτος δεν πιστεύει στη δυνατότητα δημιουργίας νέου πλούτου, διακόπτει τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων, θέσεων εργασίας, κοινωνικών υπηρεσιών. Η υφεσιακή επιλογή εκφράζει πρώτα απ’ όλα το έλλειμμα ορατότητος, την απόγνωση της τάξης του χρήματος, εισοδηματιών και κερδοσκόπων, που αποκομίζουν οφέλη, προεξοφλώντας την τελική κατάρρευση. 
Οι απλοί άνθρωποι και πολίτες εξωθούνται σε αποσύνδεση από κάθε κοινωνική ένταξη, εκτίθενται έρμαια στις εκτός ελέγχου υποθετικές, εφήμερες και ανεύθυνες διαθέσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών. 
Οι ανθρώπινες και κοινωνικές αξίες και κατακτήσεις των δύο τελευταίων αιώνων απορρίπτονται σήμερα στα αζήτητα της ιστορίας, χωρίς, όμως, άλλες, νεώτερες, να διασφαλίζουν κάποια ανωτέρου βαθμού λειτουργικότητα. 
Στο αδιέξοδο που έχουν οδηγήσει οι μέχρι σήμερα επιλογές του νεοφιλελευθερισμού και του μονεταρισμού, προστίθενται σήμερα νέες, περισσότερο αδιέξοδες επιλογές, εν ονόματι των αγορών του χρήματος, χωρίς, όμως, εξ αυτού να διασφαλίζεται η οιαδήποτε προοπτική με συνέχεια και διάρκεια.  
Το αρχικό αδιέξοδο δεν αντιμετωπίζεται καν· απλώς μετατίθεται στο χρόνο και διογκώνεται σε μέγεθος. Με την επαγγελία του «άγνωστου» μέλλοντος, διοργανώνεται ανομολόγητη επιστροφή στο πολύ γνωστό και απεχθές παρελθόν. 
Ωστόσο, όποιος αναλαμβάνει το παρελθόν, αναλαμβάνει επίσης τους συναφείς κινδύνους που αυτό εκτρέφει και που έχουν ιστορικά οδηγήσει στο ξεπέρασμά του. Ο 19ος αιώνας στάθηκε όχι μόνον περίοδος «νοικοκυροσύνης» και καταστολής, αλλά επίσης και εποχή επαναστατικών οραμάτων και κοινωνικών ανατροπών.

ΠΗΓΗ: epikaira.gr